Search
Now showing items 2161-2165 of 2165
Οdε δανείζεται, έλα, κι' οdε dά δώνη, κλαίει
(1963)
Έλα = γελά. Λέγεται κυριολεκτικώς
Τ' αgέλου dου δέ δώνει νερό
(1963)
Λέγεται για τον πολύ τσιγκούνη
Να κλαίσιν εδα οι αζύμωτοι, να κλαί gι οι ζυμωμένοι
(1963)
Λέγεται, όταν παραπονιέται κανείς για φτώχεια, για μια έλλειψη που πραγματικώς δεν την έχει ή την έχει λιγώτερο από άλλους
Τάχεν ο λωλός στο νου dου ήβλεπε gαι στόνειρό dου
(1963)
Τάχεν = εκείνα που είχε
Τάχεν η γρϊά στο νου τζη ήβλεπε gαι στόνειρό τζη
(1963)
Τάχεν = εκείνα που είχε