• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 388

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Του γγιξε στο νυν και αεί 

Άγνωστος συλλογέας (1892)
Ερμηνεία: Έθιξε την κυριωτέραν χορδών
Thumbnail

Πολλαί και διάφοραι είναι αι περί των Νηρηΐδων προλήψεις των νυν Κρητών. Πιστεύοντας η έχουσας πόδας ομοίους του ίσσου με πέταλα, αλλ’ ιδίως θεωρούνται η καθ΄υπερβολήν αγαπώσαι τον χορόν και πολλάκις θεώνται συγχορεύουσαι και το θυμούσαι εν καιρώ νυκτός, πολλοί δε εκ των θνητών προσηληθέντες έλαβον μέρος εις τας παννυχίους αυτών συνεστιάσεις. Οι καλοί αοιδοί και μουσικοί (λυράριδες) πιστεύεται ότι εδιδάχθησαν παρ’ αυτών, εισί δε και τινες οι οποίοι ηξιώθησαν τα λάβωσι συζύγους νηρηϊδας και τα τεκνοποιημένος με αυτάς, οποίον και εις τον Πηλιά και τη Θέτιδα συνέβη. 

Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν. (1888)
Thumbnail

Χερσόνησο. Ούτω καλούνται νυν τρία χωρία της επαρχίας Πεδιάδος κείμενα πλησίον αλλήλων και μη απέχοντα πολύ της θέσεως ένδα το πάλαι έκειτο η αρχαία πόλη Χερρόνησος, επίνειον της μεγάλης πόλεως Λύκην κείμενη προς νότον ΄ς μακράν αυτής. Ωνομάζετο η Χερρόνησον, διότι η ακρόπολις αυτή έκειτο επί νησιδρίον προκεκολλημένου τη ξερά και σχηματίζοντος μικράν Χερσόνησον. Κατά τας παραδόσεις όμως των γερόντων ονομάσθη ούτος εκ της χωρός δια το ακόλουθον περίεργον συμβεβηκός. Ότε κάτι πηγάζει το υδραγωγείον δι ου εκ της Λύκτου κατήρχετο εις αυτώ το ύδωρ ( των οποίων ίχνη φαίνονται μέχρι της σήμερον), εργάζοντο εν αυτώ τόσοι άνθρωποι, ώστε το σφυρίον του αρχιτέκτονος ζητηθεί εκ της Λύκτου μετέβη εις της Χερσονήσου από χώρα εις χώρα μέχρι της πόλεως ταύτης αυθωρεί: 

Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν. (1888)
Thumbnail

Ελάδωσε 

Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν. (1890)
Σημείωση: Σημαίνει “το έκοψε λάσπη” και ίσως να παρέμεινε εκ τινος άλλης αγνώστου νυν σημαινούσης το ταχέως και απαρατηρήτως αποδράν. Την εικασίαν ταύτην ενισχύει η λέξις λάδα ήτις είναι το όνομα ωκυποδός τινος Λάκωνος (Παυσαν. Λακωνικά ΧΧΙ, Ι...
Thumbnail

Θώριε νούγια και πάρε πανί, θώριε μάννα και πάρε παιδί, θώριε αδερφό και πάρε αδερφή 

Βλαστός, Παύλος Γ. (1893)
Εν λεξιλόγιο σελ. 154: Θώριε, πρόσβλεψόν
Thumbnail

Αγιά δευτέρα, βουήθά μου, Τρίτη μου και Τετράδι, και Πέφτη μου και Παρασκή, δουλιά να μή δέ κάμω 

Βλαστός, Παύλος Γ. (1893)
Thumbnail

Πίσσα, σκοτείδι, και βγάνει και τυρέα 

Άγνωστος συλλογέας (1892)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Thumbnail

Στην Κρήτη υπάρχει η εξής ωραιοτάτη παράδοσις για την αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου : Ο βασιλεύς Αλέξανδρος ο Μακεδών, εκεί που γύριζε σ’όλο τον κόσμο, βρήκε κάπου και το αθάνατο νερό και γέμισε απ’αυτό ένα μπουκαλάκι, που το είχε πάντα μαζύ του. Σ’ένα μεγάλο πάλι μπουκάλι, είχε βαλμένο μέσα το Διάβολο και τον είχε τόσο καλά σφραγισμένο, που δεν μπορούσε να βγή έξω, χωρίς τη δική του την άδεια. Μα η αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήξερε την ιστορία των δυό μπουκαλιών και μια μέρα που έλειπε ο Αλέξανδρος, πήγε στο ντουλάπι που ήσαν φυλαγμένα τα δυό μπουκάλια και άρχισε να τα κυττάζη. Τότε ο Διάβολος, βλέποντας την μοναχή της έπιασε κουβέντα, μέσα από την μπουκάλα, που ήταν κλεισμένος και την παρακαλούσε να τον βγάλη από αυτή. Μα εκείνη του απάντησε πως φοβόταν τον Αλέξανδρο και δεν τολμούσε να κάνη ένα τέτοιο πράμα. Τότε ο Διάβολος την παρακάλεσε να τον βγάλη λίγη ώρα μόνο για να ξεμουδιάση και της υποσχέθηκε πως θα ξανάμπαινε πάλι μέσα. Αγαθή καθώς ήταν, η αδελφή του Αλεξάνδρου τον επίστεψε και ξεβούλωσε για μια στιγμή τη μπουκάλα. Τότε ο <Γκερκεούλης> (Βεελζεβούλ), ελεύθερος πειά, πετάχτηκε έξω και άρχισε να πηδάη μέσα στην κάμαρη και να φωνάζη πως δεν θα ξανάμπαινε στην μπουκάλα. Μα η γυναίκα άμα θέλη , γίνεται πονηρότερη κι από τον Διάβολο, κι έτσι η αδελφή του Αλεξάνδρου τον ξανάβαλε μέσα μ’ένα της λόγο μόνο. –Δεν πειράζει, του είπε, που δεν ξαναμπαίνεις, ούτε και θα μου μιλήσει εμένα ο Αλέξανδρος… Μόνον ένα πράμα μου φαίνεται παράξενο… -Ποιο ; τη ρώτησε με περιέργεια ο Διάβολος. –Όταν ήσουν μέσα στην μπουκάλα, μου φαινόσουν πιο ώμορφος, παρά τώρα που είσαι έξω. –Ά μπά! Απάντησε εκείνος, ο ίδιος ήμουν , τα μάτια σου σε γελούσαν… -Όχι! Όχι! Ήσουν ωμορφότερος μέσα στην μπουκάλα… -Βρέ άκουσε που σου λέω, ο ίδιος ήμουν! Επέμεινε ο Διάβολος. –Όχι! Όχι! Επέμεινε κι η αδελφή του Αλέξανδρου. Αν θέλης μάλιστα βάζουμε στοίχημα. –Έ στάσου και να ιδής! Και, λέγοντας αυτά ο Διάβολος, έδωσε ένα πήδημα και βρέθηκε πάλι μέσα στο μπουκάλι. –Κύττα με ! φώναξε τότε από μέσα. Μα η αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου έτρεξε αμέσως και βούλωσε πάλι την μπουκάλα, βάζοντας παραπάνω και μια βούλα από τη μεγάλη Σολομωνική. Σαν ξεμπέρδεψε έτσι με το μπουκάλι του Διβόλου, πήρε στα χέρια της άλλο μπουκάλι με το <αθάνατο νερό>. Το άνοιξε, το μύρισε πολλές φορές, ήπιε λίγο και επειδή δεν της άρεσε στη γεύσι, θυμωμένη τόχυσε έξω από το παράθυρο και έτσι το αθάνατο νερό έπεσε επάνω στην <ασκελετούρα>. (Ασκελατούρα στην Κρήτη λένε την <αγριοκρομμύδα> που φυτρώνει στους αργούς, το <μποτσίκι>, όπωε λέν στην Στερεά Ελλάδα). Από τότε η <Ασκελετούρα> έγινε αθάνατο δέντρο που δεν ξεραίνεται ότι και αν του κάνουν και που φυτρώνει και λουλουδίζει και επάνω στην ξερή την πέτρα ακόμα.. Σαν πέρασε όμως λίγη ώρα, η άμυαλη κοπέλλα κατάλαβε το λάθος που έκανε χύνοντας το αθάνατο νερό και σκέφθηκε τι θα της έλεγε ο Αλέξανδρος, σαν γύριζε. Τόσος μάλιστα ήταν ο φόβος της, που πήγε και έπεσε στην θάλασσα για να πνιγή. Μα τη στιγμή εκείνη ένα μεγάλο ψάρι, έτρεξε, άνοιξε το στόμα του και τη κατάπιε από τα πόδια έως τις αμασχάλες, αφίνοντας έτσι έξω τα χέρια της, τους ώμους και το κεφάλι της. Ούτε να την καταπιή ολόκληρη μπορούσε το ψάρι, ούτε και να την ξεράση. Η βασιλοπούλα όμως, επειδή είχε πιή το αθάνατο νερό και ήταν αθάνατη, δεν πέθανε, αλλά έθρεψε έτσι όπως ήταν με το ψάρι και έγινε ένα σώμα μ’αυτό… Έτσι από τότε ζή μέσα στη θάλασσα από τη μέση και κάτω ψάρι και από την μέση και πάνω άνθρωπος. Όλο το χρόνο μένει μέσα στη θάλασσα και μόνον μια φορά, στις δύο του Φλεβάρη, της Παναγίας (Υπαπαντής), βγαίνει από τη θάλασσα και ρωτάει τους ναύτες, που θα τύχει να περνούν με κανένα πλοίο απ’εκεί : -Ζή ο Αλέξανδρος ο βασιληάς ; Το ρωτάει αυτό, γιατί φοβάται μήπως έγινε αυτή αιτία να πεθάνη, επειδή του έχυσε το αθάνατο νερό. Κι αν οι ναύτες της αποκριθούν : -Ζή και βασιλεύει! Χαίρεται η Γοργόνα και αρχίζει να τραγουδάη ώμορφα και γλυκά τραγούδια, που οι ναύτες τα μαθαίνουν και τα λένε κι’αυτοί. Μα αν οι ναύτες δεν ξέρουν την ιστορία της και της πούνε την αλήθεια : -Πέθανε ο βασιληάς Αλέξανδρος ! Τότε αυτή μανιάζει και ταράζει τη θάλασσα και βουλάει το καράβι. Πιστεύουν ακόμα οι ναυτικοί της Κρήτης, πως της Υπαπαντής όση τρικυμία και αν κάμη, θα κάμη λίγη ώρα και καλοκαιρία, για να βγή η αδελφή του Αλεξάνδρου από τη θάλασσα. Και την καλοσύνη αυτή τη λένε. Η καπηράδα της Γοργόνας. 

Άγνωστος συλλογέας (1897)
Thumbnail

Έφαγε και τση ραβδαίς και τα κρομμύδια 

Άγνωστος συλλογέας (1892)
Προυτάθη εις εγκληματίαν να εκλέξη μεταξύ των εξής δύο ποινών, τεσσαράκοντα ραβδισμούς ή τεσσαράκοντα κρόμμυα. Ούτος προτίμησε την βρώσιν των κρομμύων, υπολαβών αυτήν ευκολωτέραν, αλλ' αφού έφαγε τα ημίση, μη αντέχοντος του στομάχου και δια το...
Thumbnail

Αι παραδόσεις των Κρητών αναφέρουσιν ότι ο Διγενής θέλουν τοτέ τα χαλάση τον Κόφκα (όρος της Μεσαράς) τοτάθη τος της νοτιοδυτ. Διακλαδώσεως της Ίδης (ήτη έκτοτε ωνομάσθη «του Διγενή το Σελί») και εκείθεν έρριπτε κατά του Κόφκα το παλλέτι (αμάξι) του, αλλ’ επειδή έτυχε τα οστή η χείρ του το καλέτι παρεξέκλυνε και έπεσεν επί των ορέων της Μεσαράς (Αστερουγιά) και το μέρος αυτό ονομάζεται και την σήμερον «του Διγενή τ’ απαλλέτι», ένθα δείκνυται λίθος της περιφεριάζεη και μέγας ως το παλλέτι τούτο, θέλειν δε να πιή ύδωρ εκ του Ψεροποτάμου έθετε τον ένα του πόδα επί της Ίδης και τον έτερον επί του Κόφκα (όρη άτινα διαχωρίζει απ’ αλλήλων ολόκληρος επαρχία) και κύπτεν έπινεν. Το μήυμα του μυθολογούσιν επί του λεκανοπεδίου της Ύδας. 

Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν. (1888)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 39
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαροιμίες (326)Παραδόσεις (62)ΣυλλογέαςΆγνωστος συλλογέας (216)Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν. (111)Βλαστός, Παύλος Γ. (55)Μανούσος, Αντώνιος (3)Νεστορίδης, Κ. (2)Κοπάσης, Α. Σ. (1)Τόπος καταγραφής
Κρήτη (388)
Χρόνος καταγραφής1890 - 1899 (287)1880 - 1889 (101)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.