• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 50

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Ο δε τα νύν περί του όρους τούτου (Δίβρης) μύθος έχει ως εξής : Όντας τα στοιχειά του τόπου επάλευαν αναμεταξύ τους, παρουσιαζόμενα σαν άλογα, ψαργιά (λευκά) και ντοργιά (κοκκινωπά), το στοιχειό του τόπου ενίκκσε με τούτο το στρατήγημα. Έσκαψε πρώτα με το πόδι του τη γή και έφτιασε λάκκο και μέσα έκρυψε έναν άνθρωπο και του έδωσε και μια σιδεροματσούκα και τον εδιάταξε να βαρή τα ξένα στοιχειά στο ζερβί ριζαύτι και έτσι τα ενίκισε και τα έδιωξε. Απάνου όμως στον πόλεμο κάποτε ο κρυμμένος άνθρωπος εβάρυγε κατά λάθος τους δικούς του και τότες εκείνοι εφωνάζανε το σύνθημα <Κομμοίς στα χέργια σου’’ ή κατ’άλλους ‘’Κόμπος στα χέργια σου’’ και ο άνθρωπος εκαταλάβαινε το λάθος του και εβάρυγε μόνον τους αντίθετους. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Εν Πελοποννήσω πιστεύεται ότι κάθε χωργιό ή κάθε περιοχή έχει και το στοιχειό της και το φυλάει από άλλα γειτονικά στοιχειά που προσπαθούνε ναν τους βλάψουνε. Εις τα πεδινά χωρία της Ηλείας τοιαύτη υπήρχε πρότερον η πεποίθησις ότι υπήρχον Στοιχειά, ώστε ήσαν και άνθρωποι, Ζονδιαραίοι (ζούδιο=Στοιχειό) οι οποίοι ηδύναντο με εξορκισμούς να καρφώνουν τα στοιχειά εις δένδρα ή εις τοίχους ερειπών ή εις βράχους κ.τ.λ. Οι τοιούτοι δια να εμπνεύσουν την περί Στοιχειών πεποίθησιν του λαού, την νύκτα μετεμορφούντο εις Ζούδια ή Στοιχειά. Σημειωτέον ότι εκεί, πριν ή εμφυτευθούν σταφιδάμπελοι κ.τ.λ διεχείμαζον εις τα λειβάδια πολλ΄;α ποίμνια, οι δε ζωοκλέπται εμηχανώντο πολλά δια να τρομοκρατούν τους ποιμένας και κλέπτωσιν ανέτως. Τα νύν δεν υπάρχουν Ζουδιαραίοτ, του λαού ξυπνήσαντος. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Εις απόστασιν τεσσάρων περίπου ωρών, προς Ν. των Πατρών, επί της εις Καλάβρυτα αγούσης αμαξιτού, ευρήται η θέσις Κουμπάραις, αποτελούμενη υπό μικρών γκλόφων, αργιλωδών, διατεμνομένων υπό βαθειών χαραδρών, υπέρ τας οποίας υπάρχουσιν αι γέφυραι της αμαξιτού. Η θέσις αυτή ωνομάσθη Κουμπάραις, διότι, κατά την παράδοσιν διήρχετό ποτε εκείθεν Συμπεθεργιό, συνοδεία δηλ. γάμου μετά τε την νυμφίων, του κουμπάρου και την απαραιτήτου Νταουλίων. Εις μιαν δε καμπήν, την βαθυτέραν, της αμωμάλου και χαραδριώδους ταύτης οδού, ο κουμπάρος, ευρών ευκαιρίαν, ανεπλήρωσε τον γαμβρόν. Την απουσίαν ταύτην πράξιν ετιμώρησεν αμέσως ο Θεός, διότι απελίθωσεν επί τόπου συ μόνον τους εργάτας αυτής, αλλά και όλον το Συμπεθεργιό, με φείσθεν ουδέ των αθλίων γύφτων. Ούτω δε νύν, εις το μέρος τούτο της οδού, επειδή υπάρχουν και ψαμμίται λίθοι πλακοειδής, κάθετοι, αρκετά μεγάλοι εντός της εργίλου, εξ επαλλήλων στρωμάτων αποτελούμενοι, υπομέλαννες δε την χροιάν, ένεκε την επ’ αυτήν φυέντων και προ χρόνου μακρού αποξηραθέντων λεπτοφνήν βρυών, η φαντασία των περιοίκων χωρικών έπλασε επί την λίθην τούτην εκ διαβρώσεως του χρόνου, διαφόρους εικόνας ατόμων και γεγονότων. Εφ’ ενός λ.χ. των πλακοειδών τούτην λίθην λείψανα προεξέχοντα αποσαθρώθέντην επιπολαίην αυτού στρωμάτην, διαγράφουσι χονδρορειδώς πως, ως εν αναγλύφω, δυό σώματα αμθρώπων εικαστικώς επ’ αλλήλων κείμενα, ών διακρίνονται καταφανέστερον αι κεφαλαί, εστρογγυλεμένα δηλ. τμήματα του μη εισέτι αποσαθρωθέντος τελείως τμήματος του λίθου, οι κουμπάροι. Αφ’ ετέρου παρακειμένου πλακοειδούς λίθου απεικάζεται δήθεν το συμπεθεργιό, εν ομοιώματι ανθρώπων. Έναντι δε εις ικανήν απόστασην, επί κορυφής ενός των κωνοειδών λόφων, υπάρχει στρογγυλός πως μικρός ογκόλιθος, εφ’ ετέρου ογκωδεστέρου επικαθήμενος, οι ονεί ως κεφαλή και παρ’ αυτόν τυμπανοειδής της ογκόλιθος οράται., Το σύμπλεγμα των λίθων τούτων, παριστά κατά τον μύθον, τον απολιθωθέντα γύφτον μετά του ταβουλίου του! «Κοντά στα ξερά, καίγονται και τα χλωρά» Ο εις ουδένπατίσας δηλ. γύφτος απελιθώθη μόνον προς πλήρη παράστασιν της αισχρότητος του κουμπαρου. Τα νύν ο θέλων να ιδή τας παραστάσεις ταύτας, πρέπει να κατέλθη της αμάξης ή του αυτοκινήτου και να εισδύση εις την προμνησθείσαν χαράδραν. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Εις απόστασιν δύο περίπου ωρών, προς το Ν.Α. των Πατρών υπάρχει το λαγκάδι της Μανωλιάς ή απλώς η Μανωλιά, η οποία είναι λάμνια (νύμφη) και κατά την λαϊκήν παράδοσιν κατοικεί στη βρύσι που είναι στο λαγκάδι. Παλαιότερα προς η στρωθή η εκείθεν νυν διερχομένη αμαξωτός η άγουσα εις Καλάβρυτα, οι διερχόμενοι νύκτα εκ της θέσεως εκείνης και ιδίως οι αλαφροΐσκιωτοι, (οι οποίοι έχουν την ιδιότητα να βλέπουν τα ξωτικά) έβλεπαν τη Μανώλια που εκαθότανε στη βρύσι κ’ εχτενιζότανε με χρυσό χτένι και έλαμπε σαν ήλιος. ‘Αμα την ήβλεπαν, εκάνανε το σταυρό τους, έλεγαν το «Θεοτόκε Παρθένε» μέσα τους, χωρίς να μιλήσουν για να μην τοις πάρη τη ‘μιλιά κ’ εφεύγανε. Υπάρχει η παράδοσις ότι όποιος ‘μπορέση και της πάρει το χτένι, την κάνει δική του, ως και το μαντήλι της και την έχει σα δούλα και γυναίκα. Λέγεται ότι οι Μαυρομιχαλαίοι είναι όλοι ωραίοι και παληκάργια γιατί ένας πρόπαπός του, αλαφροΐσκιωτος σ’ ένα χορό, που ‘κάνανε η νεράϊδες, άρπαξε μνιανής το μαντήλι και την είχε στο σπίτι του και έκαμε παιδιά ώμορφα και παληκάργια και από ‘κείθε κατάγονται οι Μαυρομιχαλαίοι. Τώρα όμως δεν υπάρχει η Μανωλιά η νεράϊδα, μετά την στρώσιν της αμαξωτού, διότι οι άνθρωποι διέρχονται εκείθεν εφ’ αμάξην ή αυτοκινήτων. Ως κατόπιν εγνώσθη, μερικοί τεμπέληδες Πατρινοί, εκμεταλλευόμενοι την πρόληψιν των χωρικών περί Μανωλιάς, μετέβαινον και εκρύπτοντο εντός του στενού ρεύματος εις βατουκλιαίς, πλησίον της πηγής του νερού, έπερνον και ένα μακρύ καλάμι, του οποίου ετρυπούσαν τους κόμπους με μια μακρυά Τουφεκόβεργα και το μετέβαλον ως σωλήνα και το ετοποθέτουν αυτώς ώστε το ένα μέρος εχώνετο από κάτω από το νερόν της βρύσης, το σώμα του καλαμιού εθάπτετο εις τους εκεί χάλεκας και δια των βάτων ίφθανε το έτερον πέρας εις την κρύπτην των Πατρινών. Οι χωρικοί διερχόμενοι εκείθεν την ημέραν και πιστεύοντες ότι μόνον την νύκτα κρατεί εκεί η Μανωλιά, μετέβαινον αφόβως εις την βρύσιν και ητοιμάζοντο να φάγουν. Άμα έβγαινον τα φαγητά των, οι κρυμμένοι έσκυπτον και εφύσων εις το καλάμι και έκαμνον το νερό να βράζη μετά θορύβου. Οι χωρικοί βλέποντες τούτο και πιστεύοντες ότι προέρχεται από τη Μανωλιά, άφηναν τα πάντα και έφευγαν περίτρομοι. Τότε οι Τεμπέληδες, οι κρυμμένοι, εξήρχοντο της κρύπτης των και έτρωγον τα φαγητά των χωρικών, έπερνον δε και τα κράσια των, τα οποία οι χωρικοί εκ του τρόμου των άφηνον εκεί. Τούτο μοι διηγήθη προ πολλών ετών εις των επιζώντων τότε δραστών τεμπέληδων. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Όταν ο Θεός αποφάσισε να φτιάση τοις ανθρώποις, έφτιασε πρώτα μίσα και έβαλε σε κάθε μισό από μισό μυαλό, από ένα μάτι, ένα αυτί, μισή μύτη, μισό στόμα, μισό λαιμό, ένα χέρι, ένα βυζί, μισή κοιλιά και ένα πόδι. Ύστερα επήρε μια λουρίδα από δέρμα για κλωνά, την επέρασε σε μια βελόνα κατάλληλη και αρχίνησε να ράβη και να συντακργιάζη τα δυο μισά και έφτιασε έναν ακέργιον άνθρωπο, αρχίζοντας από τη νουρίτσα και όπου επέρσενε η κλωνά, αφού επέρασε κάτου από την κοιλιά, την άφηνε και έτσι εγεινήκανε οι άντρες και όταν δεν έφτανε, το άφηνε άρραφτο στην κάτου μεργιά και έτσι εγεινήκανε η γυναίκες. Ο διάβολος, για να μολύνη του θεού το έργον, έφτιασε έναν καθρέφτη και επήγε πρώτα στον πρώτον άντρα, τον Αδάμ να ειπούμε και του είπε: <Τήραξε μέσα στον καθρέφτη για να ιδής τι ώμορφος που είσαι και σύ είσαι ο μεγαλέιτερος εδώ στον κόσμο κ’έτσι τον έκαμε περήφανο και να νομίζη ότι γι αυτόν έγειναν όλα τα πράγματα επί της γής, τα ζώα, τα φυτά, οι καρποί κτλ. Ύστερα επήγε και στη γυναίκα, την Εύα να ειπούμε και της έδειξε τα μούτρα της στον καθρέφτη και της εσήκωσε τα μυαλά και της είπε πως αυτή είναι η θεούσα της γής και ότι αυτή εξουσιάζει τα πάντα και τον άντρα ακόμη και θαν τον σούρνη από τη μύτη! Τότες ο Θεός βλέποντας τον άνθρωπο ναν το πάρη απάνου του και ναν του λέη <Τ’ είσαι- τα’είμαι;>έφτιασε τα άγρια θηρία, τα φείδια, τους σκορπιούς, τους κορέους, τα κουνούπια κτλ. Και του έκοψε το βήχα του αντρός και τον έβαλε να παλεύη με όλα αυτά και να ιδή τη μηδαμινότητά του! Της δε γυναίκας της είπε να κάνη εννκά μήνους να γεννήση το παιδί και δυο χρόνια ναν το αναστήση ενώ τα άλλα ζώα και γληγορώτερα γεννάνε και τα παιδιά τους στέκονται αμέσως στα πόδια τους και περπατάνε και σε λίγο τρώνε μοναχά τους. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Όταν ηθέλησε ο θεός να μην ήναι μόνος ο Αδάμ, τον εκοίμησε και του έκοψε μια μπριζόλα για να φτιάση την Εύα και την άφησε απάτου στο τραπέζι του Παραδείσου για να νιφτή πρώτα και να ήναι και η Εύα παστρικιά. Η γάτα του Παραδείσου επήδησε στο τραπέζι και άρπαξε τη μπριζόλα και ετρούπωσε στο φράχτη. Ο θεός επρόφτασε και την άρπαξε απ'τη νουρά και τράβα-τράβα να πάρη τη μπριζόλα απ'τη γάτα, εκόπηκε η νουρά της και έμεινε στα χέργια του θεού.΄Τότες ο θεός της εφύσηξε πνοήν ζωής και έγεινε η γυναίκα και για τούτο η γυναίκα ούλο ένα γκρινιάζει, 'σάν γάτα. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Όποιος είναι ηναγκασμένος να περιπατή την νύκτα, μακράν των πόλεων ή των χωρίων πρέπει να λέγη το «Πάτερ ημών» και τότε δεν τον πλησιάζουν η Νεράϊδαις, καθώς και όταν ανάψη φωτιά (Σπίρτο ή τσιγάρο). Δια τούτο πολλοί στρατολάταις έχουν απάνου τους τσακμάκια (πυρόλιθον και ίσκαν) και τσακουμακίζουν όταν περνούν ύποπτα μέρη, δηλ. λαγκάδια, στενωσαίς, ρουμάνια (σύδενδρα μέρη), πλησίον σπηλαίων κ.τ.λ. Όποιος αναγκάζεται να περνάη συχνά την νύκτα από Σταυροδρόμια, πρέπει να φτιάνη μια ροκούλα με βαμπάκι και ναν την βάνη, εκεί που περνάνε η ανεράϊδαις, για ναν την πέρνουνε. Τότε δεν τους πειράζουν. Πιστεύεται ότι όταν κανείς πατήση σε τάβλα και σπάση η τάβλα και σπάση και το πόδι του, ότι επάτησε στο τραπέζι των Νεράϊδων που ‘τρώγανε. Η νεράϊδες κάνουν και μακρυνά ταξείδια και πηγαίνουν και ανταμόνουνται με άλλαις και γλεντάνε. Όταν κάνουν τα ταξείδια τους, προ πάντων το καλοκαίρι, σηκώνουν τον κουρνιαχτό ‘σά σύγνοφο, και όπου περάσουν κάνουν καταστροφή ιδίως εις τα σπαρτά και τα πρώϊμα αραποσίτια, και όποιον απαντήσουνε τον βαρούν. Μια φορά επερνάγανε από ένα αραποσιτο – αραποσιτοχώραφο και εκεί ήυρανε ένα παιδί που το φύλαγε και το εκουτσάνανε. Οι γοναίοι του παιδιού εκάμανε τα μύργια για ναν το γειάνουνε αλλά δεν εμπορέσανε με τους γιατρούς και για τούτο εκαταφύγανε στις μάγισσαις. Μια απ’ αυταίς της εσυμβούλεψε να πάνε να βάλουν το παιδί εκεί που έπαθε απάνου στο χρόνο και όταν ιδούν το σύγνοφο του κουρνιαχτού, που θα περνάνε η νεράϊδες να έχουν έτοιμη μια γαλατόπηττα και να ειπούνε: «Ελάτε, Κυράδες μου, να φάτε την πήττα που σας εφτιάσαμε και γειάνετε το παιδί μας, γιατί δεν έχουμ’ άλλο.» Έτσι κι όλας τα εκάμανε αυτά που τοις είπε η μάγισσα και όταν επέρασε το σύγνοφο του κουρνιαχτού και ακούσανε η νεράϊδες την παρακάλεσι των γονιών του παιδιού, έσκυψε μία και ετράβηξε από το πόδι του παιδιού μια αραποσιτοκαλαμιά που του είχανε βάλει εκεί η ανεράϊδαις όταν επρωτοπεράσανε από ‘κεί τον περασμένο χρόνο και αμέσως έγειανε το παιδί κ’ επήγε στο χωργιό περπατώντας. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Μια φορά ο θεός αποφάσισε να καταιβή στη γή για να ιδή τι γίνεται εδώ κάτου. Και κατά πρώτον επήγε στην Αγγλία και είδε ότι ενώ αλλοιώτικα τους Εγγλέζους, τους ηύρε αλλοιώτικους. Τους ηύρε να μη δουλεύουνε με τα χέργια τους και να περπατούνε με τα πόδια τους αλλά με μηχαναίς και να πηγαίνουν στης δουλειαίς τους με καρότσας και σιδεροδρόμους και δεν είδε πουθενά σαμαράδες. Ύστερα επήγε στη Γερμανία και στις άλλαις χώραις και απο 'κεί έφυγε δυσαρεστημένος, γιατί εκυρίεψε ουλούθε ο Σατανάς και τους έβαλε φύγουνε απ'του θεού τη στράτα και τους εκαταράστηκε να τρώγουνται μεταξύ τους. Στο τέλος επήγε και την Αρβανιτιά και τους ηύρε όπως τους πρωτόφτιασε, χωρίς μηχαναίς και μπιχλιμπίδια και ευχαριστήθηκε και τους ευλόγησε και τους είπε να μένουν όπως είναι κ'εκείνοι τον ακούσανε! 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Μια φορά ένας Τούρκος επήγε σ’ ένα ζωγράφο και είδε που είχε ζωγραφισμένον ένα γέροντα Άγιον και δεξιά του και αριστερά του είχε τον άγιον Γεώργιον και Άγιον Δημήτριον καβελαραίους, και τον ερώτησε ποιος είναι αυτός ο γέρος. Ο Ζωγράφος του είπε πως είναι ο Άγιος Νικόλαος. Τότε τον ερώτησε ο Τούρκος, τι τον θέλεις αυτόν το γέρω;» - «Τον θέλω, του είπε ο ζωγράφος, να μου φυλαή το σπίτι μου». Ο Τούρκος του λέει : «Σαν είναι έτσι, φτιάσε μου κ’ εμένα έναν τέτοιον». – Ο ζωγράφος τον έφτιασε και τον ‘πήρε ο Τούρκος και τον έβαλε στο σπίτι του και εξένοιασε από κλέφταις. Του άναβε το καντήλι του τακτικά και του έλεγε να φυλάει το σπίτι. Μετά κάμποσο καιρό, επήγαν τη νύχτα κλέφταις στο σπίτι του και δεν τον άφησαν τίποτα. Άμα εξύπνησε ο Τούρκος και είδε το σπίτι του γδυμένο, λέει του Αγίου Νικολάου : «Πού είχες το νού σου, γέρω; Καλά ετούτοι οι δυό (ο άγιος Γεώργιος και ο άγιος Δημήτριος) είναι νέοικ’ επήγαν να συγυρίσουν τα αλογά τους, άμ’ εσύ τι έκαμες; Φρόντισε, του λέει, να μου εύρυς τα πράγματά μου, γιατί θα σε σκίσω με το τσεκούρι και θα σε κάψω» - Τη νύχτα σηκώνεται ο Άγιος και πηγαίνει και βρίσκει τους κλέφταις και τους λέει : «Να πάτε τα πράγματα του Τούρκου και ναν τα βάλετε στη θέσι τους, γιατί θα σας φανερώσω και θα σας κρεμάσουν. Πράγματι οι κλέφταις, από το φόβο τους, επήγαν τα πράγματα του Τούρκου και τα έβαλαν στη θέσι τους όπως ήσαντε τη νύχτα. Όταν εξύπνησε ο Τούρκος το πρωί και είδε τα πράγματα του όπως τα είχε βαλμένα και δεν του έλλειπε τίποτα, γυρίζει και λέει του Αγίου : «Αφερίμ, γέρω, τώρα θα σου ανάψω πάλιν το καντήλι σου, (διότι μετά την κλοπήν δεν το άναψε) και θα βαφτίστώ κ’ εγώ Χριστιανός, γιατί βλέπω ότι φυλάς καλά» και όντως εβαφτίστηκε ο Τούρκος. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
Thumbnail

Η γριά κυρούλα μας, (μάμμη), όταν μας εμάλωνε μικρά παιδιά που είμαστε, γιατί επερπατάγαμε τη νύχτα άφοβα, μας έλεγε ότι υπάρχουν στοιχειά και πρέπει να μαζωνόμαστε νωρίς στο σπίτι και για να μας βεβαιώση, μας εδιηγήθη ότι το μεγάλο παιδί της, το καλό, επότισε το χωράφι τη νύχτα και εκοιμήθηκε εκεί και τη νύχτα το βάρεσε το στοιχειό και ήρθε στο σπίτι με τρομερούς πόνους και σε τρείς ημέραις επέθανε, με ούλα τα ξόρκια που του κάμαμε. Άλλο. Εδώ εις τη μεγάλη Κουφάλα της Εκκλησίας, κοντά στο σπίτι μας, είναι ένας αράπης με μια μεγάλη τσιμούκα και κάθεται και φουμάρει και όποιον θέλει από τους διαβάταις τον τρώει. Άλλο : Στο λεύκο (βρύση) μια γρηά με μεγάλα δόντια ‘σά λανάργια (που ξένουν τα μαλλιά) και με μαλλιά ως τα πόδια της, ανεβαίνει στη βρύση και χτενίζεται από το βράδυ έως το πρωί και όποιον ιδεί τον τρώει. Όταν την ερωτήσαμε αν τρώνε, αλήθεια τα στοιχειά, ,μας είπε : < Άμ πως δεν τρώνε, μάλιστα εκείνο του Αι-Γιώργη, στην Καμάρα κ’εκείνο του Καμουτσαργιού (βρύση), ταχτικά ετρώγανε κ’επέρνανε τον Κουλουράκο, (χωρικόν αλαφροίσκιωτον που έβλεπε τα ξωτικά) αλά μπράτσο και επηγαίνανε συργιάνι και όποιον ηθέλανε τον εβαρύγανε, (τον έτρωγαν). Εμείς τα παιδιά απαντάγαμε πολλαίς φοραίς τον Κουλουράκο μοναχόν, χωρίς να βλέπουμε στοιχειά. Όταν κανένα από εμάς δεν εσκιαζότανε, επάταγε το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του Κουλουράκου και ήβλεπε τα στοιχειά κι από την τρεμούλα του τον ξεπάταγε. Άλλο :Ο γέρω Λάντας επήγε μια ημέρα στο διάσελο (Διάσκελον) για ξύλα και εκεί που τα έκοβε άκουσε εβαρύγανε η Νεράιδες ταβούλια κ’εκεί που αγκρομαζότανε, ήρθε ένας ανεμοστρούφουλας και τον άρπαξε και τον έρριξε κάτου από το βράχο και για τούτο τον βλέπεται που είναι Στραβοσάγωνος. Μια άλλη φορά το στοιχειό της Παναγίας (εκκλησίας του Λειβαρζίου)το στοιχειό της Κερέσοβας (γειτονικού χωρίου) και της Αγίας Τριάδος (διαλελυμένης γειτονικής μονής) ετσακωθήκανε κ’εβάλανε στοίχημα να πάνε να φέρουν ξύλα πολλά και ν’ανάψουνε μια μεγάλη φωτιά για να γείνη ένας μεγάλος Φούντουκλας, και να τον πηδήσανε και όποιος δεν τον πηδήση να σταθή ναν τον φάνε τα άλλα και έτσι το χωργιό του ποτές να μη μεγαλώση.Τούτο το παραδεχτήκανε και τα τρία. Το Λειβαρζινό στοιχειό της Παναγίας ήτανε το μικρότερο και επειδή δε θα μπόρηγε να πηδήση τη φωτιά, είπε στα άλλα : ‘’Καθένας μας να πάη χωριστά για ξύλα ‘’. Και αφού το παραδεχτήκανε τα άλλα, εκείνο αντίς να πάη για ξύλα, επήγε πηλάλα και ηύρε τον Κουλουράκο, το φίλο του και του λέει :’’Στη στιγμή να πάς στο σπίτι σου και να γιομίσης το ντουφέκι σου καλά με το ζερβί σου χέρι και με το ζερβί σου πόδι να ξεκινήσης να πάς να σκαλώσης στο δέντρο της Παναγιάς (όπερ υφίσταται και σήμερον) κ’ εκεί να φυλάς γιατί εγώ έβαλα στοίχημα με το Κερεσοβίτικο και με της Αγίας Τριάδας τα στοιχειά να πηδήσουμε ένα μεγάλον φούντουκλα και όποιος δεν τον πηδήση να στέκη ναν τον φάνε τα’άλλα και το χωργιό του να μη μεγαλώση απ’ότι είναι τώρα. Είπε δε του Κουλουράκου : ‘’Eγώ θα είμαι λιάρο σκυλί, της Αγίας Τριάδας μπαρδαλό μικρό βόιδι και το Κερασοβενό μεγάλο βόιδι, μισό άσπρο και μισό πράσινο, και όταν ιδής ότι εγώ δεν θαν τον πηδήσω το φούντουκλα, θα σημαδέψης το Κερεσοβινό με το ζερβί σου μάτι και θα τραβήξης το σκαντάλι με το ζερβί σου χέρι και θαν του ρίξης και θα σου ειπή εκείνο βάρει τ’άλλη! Κ’ εσύ θαν του ειπής : ‘’Μια φορά μ’εγέννησ’η μάννα μου και μια φορά βαρώ’’. Έτρεξε ο Κουλουράκος ο καυμένος και όπως του είπε έκαμε και εσκάλωσε στο δέντρο. Το Λειβαρζινό στοιχειό επήγε, εμάζωνε τα ξύλα και επήγανε κοντά στο δέντρο όπου ήτανε ο Κουλουράκος. Επήγανε και τα άλλα δύο με τα ξύλα και τα’ανάψανε ούλα κ’έγεινε ένας μεγάλος φούντουκλας κ’εκεί που ήσαντε έτοιμοι να πηδήσουν, λέει το Κερασοβινό στοιχιό ‘’Ανθρωπινό αίμα μυρίζει’’. Πηδάει πρώτο της Αγίας Τριάδας κ’επέρασε το φούντουκλα. Έτσι και το Κερεσοβινό. Τότες ήρθε η αράδα και του Λειβαρζινού και καθώς επήδησε, έπεσε μέσα στη φωτιά. Αμέσως το Κερεσοβινό στοιχιό έτρεξε ναν το φάη αλλά το Λειβαρζινό λέει του Κουλουράκου ‘’βάρει! Κομμός στα χέργια σου’’, και αμέσως ο Κουλουράκος του ρίχνει και το στοιχειό εποδοκυλιώτανε χάμου σα γαιδούρι και φωνάζει του Κουλουράκου : ‘’Ρίξε κ’άλλη’’ (Γιατί τότες θα εγιατρεύστανε από τη λαβωματιά και θα έτρωγε τον Κουλουράκο), αλλά εκείνος του αποκρίθηκε : ‘’Μια φορά μ’εγγένησε η μάννα μου και μια φορά βαρώ’’ (κατά που ήτανε διαταγμένος) κ’έτσι εψόφησε το Κερεσοβινό κ’εγλύτωσε το χωργιό μας, το Λειβάρζι και στην Κερέσοβα από τότες δεν εχτίστηκε ούτε ένα καινούργιο σπίτι και από όσαις φαμελιαίς ήσαντε δεν αυγατήσανε, γιατί ένας γεννιέται κ’ένας πεθαίνει. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 5
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (50)
Συλλογέας
Κορύλλος, Χρήστος Π. (50)
Τόπος καταγραφής
Αχαΐα, Πάτρα (50)
Χρόνος καταγραφής1920 - 1926 (24)1910 - 1919 (26)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.