• Ελληνικά
    • English
  • English 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
  •   Homepage
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 1-10 of 29

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Ο δε τα νύν περί του όρους τούτου (Δίβρης) μύθος έχει ως εξής : Όντας τα στοιχειά του τόπου επάλευαν αναμεταξύ τους, παρουσιαζόμενα σαν άλογα, ψαργιά (λευκά) και ντοργιά (κοκκινωπά), το στοιχειό του τόπου ενίκκσε με τούτο το στρατήγημα. Έσκαψε πρώτα με το πόδι του τη γή και έφτιασε λάκκο και μέσα έκρυψε έναν άνθρωπο και του έδωσε και μια σιδεροματσούκα και τον εδιάταξε να βαρή τα ξένα στοιχειά στο ζερβί ριζαύτι και έτσι τα ενίκισε και τα έδιωξε. Απάνου όμως στον πόλεμο κάποτε ο κρυμμένος άνθρωπος εβάρυγε κατά λάθος τους δικούς του και τότες εκείνοι εφωνάζανε το σύνθημα <Κομμοίς στα χέργια σου’’ ή κατ’άλλους ‘’Κόμπος στα χέργια σου’’ και ο άνθρωπος εκαταλάβαινε το λάθος του και εβάρυγε μόνον τους αντίθετους. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Εν Πελοποννήσω πιστεύεται ότι κάθε χωργιό ή κάθε περιοχή έχει και το στοιχειό της και το φυλάει από άλλα γειτονικά στοιχειά που προσπαθούνε ναν τους βλάψουνε. Εις τα πεδινά χωρία της Ηλείας τοιαύτη υπήρχε πρότερον η πεποίθησις ότι υπήρχον Στοιχειά, ώστε ήσαν και άνθρωποι, Ζονδιαραίοι (ζούδιο=Στοιχειό) οι οποίοι ηδύναντο με εξορκισμούς να καρφώνουν τα στοιχειά εις δένδρα ή εις τοίχους ερειπών ή εις βράχους κ.τ.λ. Οι τοιούτοι δια να εμπνεύσουν την περί Στοιχειών πεποίθησιν του λαού, την νύκτα μετεμορφούντο εις Ζούδια ή Στοιχειά. Σημειωτέον ότι εκεί, πριν ή εμφυτευθούν σταφιδάμπελοι κ.τ.λ διεχείμαζον εις τα λειβάδια πολλ΄;α ποίμνια, οι δε ζωοκλέπται εμηχανώντο πολλά δια να τρομοκρατούν τους ποιμένας και κλέπτωσιν ανέτως. Τα νύν δεν υπάρχουν Ζουδιαραίοτ, του λαού ξυπνήσαντος. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Όταν ο Θεός αποφάσισε να φτιάση τοις ανθρώποις, έφτιασε πρώτα μίσα και έβαλε σε κάθε μισό από μισό μυαλό, από ένα μάτι, ένα αυτί, μισή μύτη, μισό στόμα, μισό λαιμό, ένα χέρι, ένα βυζί, μισή κοιλιά και ένα πόδι. Ύστερα επήρε μια λουρίδα από δέρμα για κλωνά, την επέρασε σε μια βελόνα κατάλληλη και αρχίνησε να ράβη και να συντακργιάζη τα δυο μισά και έφτιασε έναν ακέργιον άνθρωπο, αρχίζοντας από τη νουρίτσα και όπου επέρσενε η κλωνά, αφού επέρασε κάτου από την κοιλιά, την άφηνε και έτσι εγεινήκανε οι άντρες και όταν δεν έφτανε, το άφηνε άρραφτο στην κάτου μεργιά και έτσι εγεινήκανε η γυναίκες. Ο διάβολος, για να μολύνη του θεού το έργον, έφτιασε έναν καθρέφτη και επήγε πρώτα στον πρώτον άντρα, τον Αδάμ να ειπούμε και του είπε: <Τήραξε μέσα στον καθρέφτη για να ιδής τι ώμορφος που είσαι και σύ είσαι ο μεγαλέιτερος εδώ στον κόσμο κ’έτσι τον έκαμε περήφανο και να νομίζη ότι γι αυτόν έγειναν όλα τα πράγματα επί της γής, τα ζώα, τα φυτά, οι καρποί κτλ. Ύστερα επήγε και στη γυναίκα, την Εύα να ειπούμε και της έδειξε τα μούτρα της στον καθρέφτη και της εσήκωσε τα μυαλά και της είπε πως αυτή είναι η θεούσα της γής και ότι αυτή εξουσιάζει τα πάντα και τον άντρα ακόμη και θαν τον σούρνη από τη μύτη! Τότες ο Θεός βλέποντας τον άνθρωπο ναν το πάρη απάνου του και ναν του λέη <Τ’ είσαι- τα’είμαι;>έφτιασε τα άγρια θηρία, τα φείδια, τους σκορπιούς, τους κορέους, τα κουνούπια κτλ. Και του έκοψε το βήχα του αντρός και τον έβαλε να παλεύη με όλα αυτά και να ιδή τη μηδαμινότητά του! Της δε γυναίκας της είπε να κάνη εννκά μήνους να γεννήση το παιδί και δυο χρόνια ναν το αναστήση ενώ τα άλλα ζώα και γληγορώτερα γεννάνε και τα παιδιά τους στέκονται αμέσως στα πόδια τους και περπατάνε και σε λίγο τρώνε μοναχά τους. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Όταν ηθέλησε ο θεός να μην ήναι μόνος ο Αδάμ, τον εκοίμησε και του έκοψε μια μπριζόλα για να φτιάση την Εύα και την άφησε απάτου στο τραπέζι του Παραδείσου για να νιφτή πρώτα και να ήναι και η Εύα παστρικιά. Η γάτα του Παραδείσου επήδησε στο τραπέζι και άρπαξε τη μπριζόλα και ετρούπωσε στο φράχτη. Ο θεός επρόφτασε και την άρπαξε απ'τη νουρά και τράβα-τράβα να πάρη τη μπριζόλα απ'τη γάτα, εκόπηκε η νουρά της και έμεινε στα χέργια του θεού.΄Τότες ο θεός της εφύσηξε πνοήν ζωής και έγεινε η γυναίκα και για τούτο η γυναίκα ούλο ένα γκρινιάζει, 'σάν γάτα. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Μια φορά ο θεός αποφάσισε να καταιβή στη γή για να ιδή τι γίνεται εδώ κάτου. Και κατά πρώτον επήγε στην Αγγλία και είδε ότι ενώ αλλοιώτικα τους Εγγλέζους, τους ηύρε αλλοιώτικους. Τους ηύρε να μη δουλεύουνε με τα χέργια τους και να περπατούνε με τα πόδια τους αλλά με μηχαναίς και να πηγαίνουν στης δουλειαίς τους με καρότσας και σιδεροδρόμους και δεν είδε πουθενά σαμαράδες. Ύστερα επήγε στη Γερμανία και στις άλλαις χώραις και απο 'κεί έφυγε δυσαρεστημένος, γιατί εκυρίεψε ουλούθε ο Σατανάς και τους έβαλε φύγουνε απ'του θεού τη στράτα και τους εκαταράστηκε να τρώγουνται μεταξύ τους. Στο τέλος επήγε και την Αρβανιτιά και τους ηύρε όπως τους πρωτόφτιασε, χωρίς μηχαναίς και μπιχλιμπίδια και ευχαριστήθηκε και τους ευλόγησε και τους είπε να μένουν όπως είναι κ'εκείνοι τον ακούσανε! 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Η γριά κυρούλα μας, (μάμμη), όταν μας εμάλωνε μικρά παιδιά που είμαστε, γιατί επερπατάγαμε τη νύχτα άφοβα, μας έλεγε ότι υπάρχουν στοιχειά και πρέπει να μαζωνόμαστε νωρίς στο σπίτι και για να μας βεβαιώση, μας εδιηγήθη ότι το μεγάλο παιδί της, το καλό, επότισε το χωράφι τη νύχτα και εκοιμήθηκε εκεί και τη νύχτα το βάρεσε το στοιχειό και ήρθε στο σπίτι με τρομερούς πόνους και σε τρείς ημέραις επέθανε, με ούλα τα ξόρκια που του κάμαμε. Άλλο. Εδώ εις τη μεγάλη Κουφάλα της Εκκλησίας, κοντά στο σπίτι μας, είναι ένας αράπης με μια μεγάλη τσιμούκα και κάθεται και φουμάρει και όποιον θέλει από τους διαβάταις τον τρώει. Άλλο : Στο λεύκο (βρύση) μια γρηά με μεγάλα δόντια ‘σά λανάργια (που ξένουν τα μαλλιά) και με μαλλιά ως τα πόδια της, ανεβαίνει στη βρύση και χτενίζεται από το βράδυ έως το πρωί και όποιον ιδεί τον τρώει. Όταν την ερωτήσαμε αν τρώνε, αλήθεια τα στοιχειά, ,μας είπε : < Άμ πως δεν τρώνε, μάλιστα εκείνο του Αι-Γιώργη, στην Καμάρα κ’εκείνο του Καμουτσαργιού (βρύση), ταχτικά ετρώγανε κ’επέρνανε τον Κουλουράκο, (χωρικόν αλαφροίσκιωτον που έβλεπε τα ξωτικά) αλά μπράτσο και επηγαίνανε συργιάνι και όποιον ηθέλανε τον εβαρύγανε, (τον έτρωγαν). Εμείς τα παιδιά απαντάγαμε πολλαίς φοραίς τον Κουλουράκο μοναχόν, χωρίς να βλέπουμε στοιχειά. Όταν κανένα από εμάς δεν εσκιαζότανε, επάταγε το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του Κουλουράκου και ήβλεπε τα στοιχειά κι από την τρεμούλα του τον ξεπάταγε. Άλλο :Ο γέρω Λάντας επήγε μια ημέρα στο διάσελο (Διάσκελον) για ξύλα και εκεί που τα έκοβε άκουσε εβαρύγανε η Νεράιδες ταβούλια κ’εκεί που αγκρομαζότανε, ήρθε ένας ανεμοστρούφουλας και τον άρπαξε και τον έρριξε κάτου από το βράχο και για τούτο τον βλέπεται που είναι Στραβοσάγωνος. Μια άλλη φορά το στοιχειό της Παναγίας (εκκλησίας του Λειβαρζίου)το στοιχειό της Κερέσοβας (γειτονικού χωρίου) και της Αγίας Τριάδος (διαλελυμένης γειτονικής μονής) ετσακωθήκανε κ’εβάλανε στοίχημα να πάνε να φέρουν ξύλα πολλά και ν’ανάψουνε μια μεγάλη φωτιά για να γείνη ένας μεγάλος Φούντουκλας, και να τον πηδήσανε και όποιος δεν τον πηδήση να σταθή ναν τον φάνε τα άλλα και έτσι το χωργιό του ποτές να μη μεγαλώση.Τούτο το παραδεχτήκανε και τα τρία. Το Λειβαρζινό στοιχειό της Παναγίας ήτανε το μικρότερο και επειδή δε θα μπόρηγε να πηδήση τη φωτιά, είπε στα άλλα : ‘’Καθένας μας να πάη χωριστά για ξύλα ‘’. Και αφού το παραδεχτήκανε τα άλλα, εκείνο αντίς να πάη για ξύλα, επήγε πηλάλα και ηύρε τον Κουλουράκο, το φίλο του και του λέει :’’Στη στιγμή να πάς στο σπίτι σου και να γιομίσης το ντουφέκι σου καλά με το ζερβί σου χέρι και με το ζερβί σου πόδι να ξεκινήσης να πάς να σκαλώσης στο δέντρο της Παναγιάς (όπερ υφίσταται και σήμερον) κ’ εκεί να φυλάς γιατί εγώ έβαλα στοίχημα με το Κερεσοβίτικο και με της Αγίας Τριάδας τα στοιχειά να πηδήσουμε ένα μεγάλον φούντουκλα και όποιος δεν τον πηδήση να στέκη ναν τον φάνε τα’άλλα και το χωργιό του να μη μεγαλώση απ’ότι είναι τώρα. Είπε δε του Κουλουράκου : ‘’Eγώ θα είμαι λιάρο σκυλί, της Αγίας Τριάδας μπαρδαλό μικρό βόιδι και το Κερασοβενό μεγάλο βόιδι, μισό άσπρο και μισό πράσινο, και όταν ιδής ότι εγώ δεν θαν τον πηδήσω το φούντουκλα, θα σημαδέψης το Κερεσοβινό με το ζερβί σου μάτι και θα τραβήξης το σκαντάλι με το ζερβί σου χέρι και θαν του ρίξης και θα σου ειπή εκείνο βάρει τ’άλλη! Κ’ εσύ θαν του ειπής : ‘’Μια φορά μ’εγέννησ’η μάννα μου και μια φορά βαρώ’’. Έτρεξε ο Κουλουράκος ο καυμένος και όπως του είπε έκαμε και εσκάλωσε στο δέντρο. Το Λειβαρζινό στοιχειό επήγε, εμάζωνε τα ξύλα και επήγανε κοντά στο δέντρο όπου ήτανε ο Κουλουράκος. Επήγανε και τα άλλα δύο με τα ξύλα και τα’ανάψανε ούλα κ’έγεινε ένας μεγάλος φούντουκλας κ’εκεί που ήσαντε έτοιμοι να πηδήσουν, λέει το Κερασοβινό στοιχιό ‘’Ανθρωπινό αίμα μυρίζει’’. Πηδάει πρώτο της Αγίας Τριάδας κ’επέρασε το φούντουκλα. Έτσι και το Κερεσοβινό. Τότες ήρθε η αράδα και του Λειβαρζινού και καθώς επήδησε, έπεσε μέσα στη φωτιά. Αμέσως το Κερεσοβινό στοιχιό έτρεξε ναν το φάη αλλά το Λειβαρζινό λέει του Κουλουράκου ‘’βάρει! Κομμός στα χέργια σου’’, και αμέσως ο Κουλουράκος του ρίχνει και το στοιχειό εποδοκυλιώτανε χάμου σα γαιδούρι και φωνάζει του Κουλουράκου : ‘’Ρίξε κ’άλλη’’ (Γιατί τότες θα εγιατρεύστανε από τη λαβωματιά και θα έτρωγε τον Κουλουράκο), αλλά εκείνος του αποκρίθηκε : ‘’Μια φορά μ’εγγένησε η μάννα μου και μια φορά βαρώ’’ (κατά που ήτανε διαταγμένος) κ’έτσι εψόφησε το Κερεσοβινό κ’εγλύτωσε το χωργιό μας, το Λειβάρζι και στην Κερέσοβα από τότες δεν εχτίστηκε ούτε ένα καινούργιο σπίτι και από όσαις φαμελιαίς ήσαντε δεν αυγατήσανε, γιατί ένας γεννιέται κ’ένας πεθαίνει. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Οι γάιδαροι έκαμαν παράπονα στον θεό, γιατί να ήναι τόσον περιφρονημένοι απο τους ανθρώπους και να μην τους δίνουν παρά μόνον κλίματα για φαί και ναν τους λένε ''βασταγά, γομάργια και εμπαικτικώς αναγνωστάδες. Τότες ο Θεός τους είπε ότι θα τους δώση πολλά πλεονεκτήματα και τη μιλιά ακόμα, άμα με το κατουρό τους κάμουν ποτάμι. Για τούτο, όπου ιδούν νερό τρεχούμενο ή λιμνασμένο, νομίζουν ότι είναι απο τα άλλα γαιδούρια και κατουρούν κι αυτά για να γένη ποτάμι και ναν τους δόση ο θεός τα καλά που τους υποσχέθηκε καθώς και τη μιλιά. Τούτο κάνουν και τα παιδιά τους τα Μουλάργια. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Μια φορά τα σκυλιά είχανε μια δίκη και επειδή αυτά είναι ρέμπελα και δεν καταστέκονται στο σπίτι, έδωσαν τα χαρτιά τους στης γάταις που είναι νοικοκυράδαις και κάθουνται στο σπίτι ναν τους τα φυλάξουνε. Η γάταις, για ασφάλεια τα 'βαλαν απάνου στην αστράχα(το μεταξύ του τοίχου και της σκεπής κενόν διάστημα των χωρικών οικιών). Εκεί όμως επήγαν τα ποντίκια και τα φάγανε. Για τούτο, όταν τα σκυλιά βλέπουν της γάταις τους γκρεύουν τα χαρτιά τους (τη δικογραφία)και της κυνηγάνε και η γάταιςπα΄λε κυνηγάνε τα ποντίκια γιατί έφαγαν τα χαρτιά και της έβαλαν σε έχθρητα με τους σκύλους. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Μια φορά ο Χριστός με τους μαθητάς του επήγαιναν έναν δρόμο κ'εκεί είδανε μπροστά έναν διάβολο που μάλωνε με μια γυναίκα. Ο Χριστός τότες είπε του Πέτρου να πάη να ιδή τι τρέχει και να τους συμβιβάση. Ο Πέτρος επήγε και αφού είδε πως δεν πέρνανε απο συμβιβασμό, αλλά τον έστρωσαν και στης βρίσαις, ετράβηξε την μαχαιράν του και τους έκοψε και των δυονών τα κεφάλια. Αφού εγύρισε και είπε του Χριστού τι έκαμε, ο Χριστός τον εμάλωσε και τον έστειλε να πάη ναν τους κολλήση τα κεφάλια και ναν τους αναστήση. Ο Πέτρος επήγε και έβαλε τα κεφάλια στη θέσι τους, αλλά αντίς να βάλη το κεφάλι του καθενού, έβαλε το κεφάλι του διαβόλου στη γυναίκα και το κεφάλι της γυναίκας στο διάβολο και για τούτο μνοιάζουνε. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
Thumbnail

Η Αράχωβα είναι στην κορφή του Αραχωβίτικου βουνού (τελευταίας διακλαδώσεις των Αροανείων Ορών) και η Βελλά στη μέση κι από κεί περνάει ο δρόμος για την Αράχωβα. Το στοιχειό της Αράχωβας ήτανε δυνατότερο και εκυνήγαγε το στοιχειό της Βελλάς. Για να δυναμώσουν οι Βελλαίταις το Στοιχειό τους και αμποδίσουν το Αραχωβίτικο ναν το κυνηγάη ερώτησαν μια μάγισσα και τους είπε : α) Ν απίασουν σαράντα κορίτσα να νέσουν μονοκμερνά γνέμα και μ’αυτό να φτιάσουν μια κλωνά μονοκόμματι που να ζώνη ούλη τη Βελλά τρείς φοραίς. Β) Να φτιάσουν μονοκμερνά ένα αλέτρι μικρό και να ζέξουν σ’αυτό ένα μουσκάρι σαράντα ημερών και να οργώσουν γύρω στο χωργιό ένα αυλάκι ξέβαθο και σ’αυτό το αυλάκι να βάλουν την κλωνά και να τη χώσουνε. Γ) Στο δρόμο που περνάει μέσ’από τη Βελλά για την Αράχωβα να κάψουν τρείς χελώναις αφού πρώτα της βάλουν ανάποδα. Αφού τα εκάμανε όλ’αυτά οι Βελλαίτας και το Στοιχειό της Αράχωβας δεν εμπορούσε να βλάψη το Βελλαίτικο ‘που έμενε πάντα μέσ’απ’ το αυλάκι που ώργωσε το μουσκάρι, απ’ το κακό του έσκασε. 

Κορύλλος, Χρήστος Π. (1926)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • »

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitlesThis ArchivePlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

TypeΠαραδόσεις (28)Παροιμίες (1)Collector
Κορύλλος, Χρήστος Π. (29)
Place recordedΑχαΐα, Πάτρα (25)Αχαΐα (3)Άδηλου τόπου (1)Time recorded1929 (1)1926 (28)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.