• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 22

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Μια βολά, λέει, ο bεονικολός εκεί πο κειτούdανε με τη ‘υναίκα dου, τη γριά Μαριώ, κι ήτονε πια μεσάνυχτα περασμένα, ‘κουσεν έναν έχτυπο στη bόρdα. Λέει: Μουρέ μα τέθοια ώρα ποιος είναι; Εγριέφτην ο άθρωπος κι εσκούdηξε dη ύναίκα dου. Λέει: Ω, Μαριώ, ιά ξύπνα. Εξύπνησε λοιπό κείνει, λέει: Μωρή ιά ‘φικράσου! Ακούς τίποτα; Λέει: Ναι. Σαματάς ακούεται μέσ’ στην αυλή. Σηκώνουdαι λοιπό σια – σια και πάνε στη gλειδαρότρυπα κ’ είdα να δούνε μέσ’ στην αυλή! Τρις αγριοϋκαικάρες, με κάτι δόδες (μεγάλα δόντια) σα τσαπούρια (τσαπούρι= κηπουρικόν εργαλείον), μακριομούρες, γεμάτες με τσι κριατσολιές, με μουστάκια! Την ώρα που τσαι θωρούνε τα κάμανε χοdρά και λειανά πάνω dώνε (κατουρηθήκανε, λερωθήκανε επάνω τους από την τρομάρα) και πάνε και πέφτουνε και κουκουλιάζουdαι gι τρέμανε σα dο φύλλα του καλαμιού. Κ’ ύστερα ακούνε κάτι σκληργιές άγριες κ’ ήτον οι ‘υναίκες εκείνες κι εσκληρίζανε που τς εκυνήαν η Παναγία κ’ ήσκιαζε τζοι (της πήγε) κάτω στα Ψαροgρέμναρα κι εφώναζε dου Χριστού: Μανώηλη – Μανώηλη! Και την άλλη μέρα βρέθησα στα συκαμιές στον Αφική (περιφέρεια) ξεριζωμένες ευτές, παιδί μου, τον αρρώστειες, μα δε τζ’ ήφηκεν η Παναγία να πιάσουνε μέσ’ στο χωριό. Ήτον η ευλοημένη η ήτονε στο Φιλότι κ ύστερα από δύο μέρες εκούστηκε bως είναι και στα Νούμερα. (τ’ Ανούμερα και Βόθροι είναι το ίδιο χωριό. Τώρα ονομάζεται Κόρωνος και Φιλώτι είναι όνομα άλλου χωριού). Από πα τς ήβγαλεν η Παναγία. Και στον ύπνο dου να θωρή κανείς έτσ’ ασκημοϋναίκες, αγριοϋναίκες είν’ αρρώστιες και θάρθουνε μέσ’ στο χωριό. Αλλά πολλοί τσοι θωρούνε στο ξύπνος των. Χίλιοι όρκοι μας έχει καμωμένοι η συχωρεμένη η γριά Μαριώ, πως τόχει ευτό ιά δε που σας είπα με τα μάθια τζη θωρισμένο. 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1930)
Thumbnail

Καλές κιουράδες (οι Νεράιδες) 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1930)
Thumbnail

Τα παιδιά που θα γεννηθούν τη νύχτα που ξημερώνουν τα Χριστούγεννα ή και την ημέρα των Χριστουγέννων (ιδίως τα μεσάνυχτα ως τον τελειωμό της λειτουργίας)τα λέμε καλικατζάροι. Η καλικατζάρα, η καλικατζαρίνα=τα θηλυκά που γεννιούνται την παραμονή των Χριστουγέννων. Είναι μια οικογένεια που ως φαίνεται, κάποιος παππούς τους είχε γεννηθεί τη νύχτα εκείνη και βρίζουν θηλυκούς και αρσενικούς έτσι (δηλ.καλικατζάρους)και μπορούν να σκοτώσουν άνθρωπο για να τους υβρίσουν. Και να γεννηθή κανένα παιδί δεν το μαρτυρούνε για να μην το βρίζουν τ'άλλα παιδιά. 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928)
Thumbnail

Η καλή gιούρα: η νεράϊδα, η διαβόλισσα. Το καλοκιουραδάκι: το διαβολάκι. (λέγεται και για τα παιδιά). 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1926)
Thumbnail

Άης Φίλιππος, λέ, είχε δυό βούδια και τάσφαξε gαι τα μοίρασε 'ςτσοί φτωχοί τη bαραμονη τ' Άη Φιλίππου κ' ήιασε. 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1930)
Thumbnail

Τον παλαιόν καιρό, παιδί μου βρουκολακιάζουνε9=βρυκολακιάζανε)πεθαίνανε και σηκωνέτανε από τα μνήματα και γυρίζουν εδώ κι εκεί)οι αρθρώποι, γιατί δεν τωνε βάνασι dην πετάρα στο στόμα dώνε, κι ήτονε, λέει, καμιά βολά κανένας άρθωπος κι είχε δουλειά αναγκαία να πάη τη νύχτα στ’ακρωτήρι, κι ήπιασε λοιπό κι ήμπε (=μπήκε) σ’ένα σακκί (=μεγάλο τσουβάλι, σακκί εγχώριο φαντό, με χοντρό μάλλινο φάδι (=νήμα)φαμένο με τέσσερα φύλλα και μακρυό πολύ)και φορτώσανε στο άδαρο τα πρώτα κείνο κι ύστερα φορτώσασι dα φαγιά dου, γιατί εδούλια(φοβότανε)τζοί βροκολάκοι(ή βρυκολάκοι), που ‘θελε να τα’απαντήξουσιστή στράτα,γιατί ετότες (τότε)ήτανε σαν τη στάχτη μες τσι ρίμνες (=παρά πολλοί βρυκολάκοι μες στους δρόμους) Εδιακίνησε (=ξεκίνησε)λοιπόν κι ήφυε, κι ότι κι ελάργαρεν (=πήγε μακρυά) το χωριό πα (πάει) ένας βρουκόλακας κι ήψαχε(=έψαχνε) dο άδαρο. Είδε λοιπό το σακκί που ‘τον (ήτανε)ο άρθωπος μέσα, μα δεν εκατάλαβεν τότα. Είδε και τα φαγιά ‘που (από)πάνω φορτωμένα. Ηγγιξε λοιπό το χέρι dου στα φαγιά κι ήλεε (=έλεγε) Για ε τα’απανωώμι (=το επάνω)_κι ήβανε το χέρι dου στο σακκί, που ‘τον ο άρθρωπος κι ήλεε : Για έ (για ιδές)το κατωώμι, κι άμ’ ο αδουροgράχτης; Απίσω ν’ακόμη. Και στρέφουνταν (γυρνούσε)απίσω κι ήτρεχεν, ο άδαρος όμως επορπάθιε (επορπατούσε) κι ήρχουνταν ο βρυκόλακας και τον ήσωνε (=τον έφτανε, πηαγινε κοντά του)κι επάαινε bάλι κοντά dου κι ήλεε : Για ε τα’απανωώμι, για ε το κατωώμι κι άμ’ ο αδουροgράχτης, απίσω ν’ακόμη; Κι εστρέφουντανε πάλι απίσω κι ορημος ο άρθωπος πλιά ήτρεμεν η καρδιά dου μες στο σακκί κι είνουντανε (γινότανε)φτή η δουλειά, ώσπου κι ήσωσεν πλιά και ξέφεξε και παρατησεν τονε. 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1925)
Thumbnail

Το λιμάνι τση Νιός (Ιού) είναι θεόχτιστο. [θεόχτιστο= φυσικό, χτισμένο από το θεό κι’ όχι απ’ ανθρώπους.] 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928)
Thumbnail

Άλλοτες, λέει, τσοι χρόνοι εκείνοι εβρουκολακιάζαν οι αθρώποι κι εραίνουdαν ετσά ια δε μέσ' στα σπίθια dεν αθρώπω.. και στην εξοχή επααίνα γι εβρίσκα τζ' αθρώποι κι εκουβεδιάζα dωνε. Ετότες, λε επελεκούσα ξυλαράκια κι εκάνασι σούβλες κι εψήνα dο ψαχνάδι του χοίρου. Κι ότι νάθε βάλου dη σούβλα με το χερνό στη φωθιά, πααίνα g'οι βρουκολάκοι με σούβλες γεμάτες τσοι βαρθάκοι κι εβάνατζοι με το χερνό. Κι ελέανε, λέει: "Το παχύ με τ'αχαμνό, να παχύνουν gαι τα δυό''. Έχει μείνει ως παροιμία τώρα πια. 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1930)
Thumbnail

Το ξωτερικό= ο διάβολος, το διαβολικό, Το ξωτικό= ο διάβολος, το διαβολικό. «Ελλάξασί σε, καμένο, τα ξωτικά». «Μα πο (=μα γιατί) dο (του) διαβάζουσι κιόλα τίοτα εκκλησιαστικά, να μην πάει νάχη τίοτα ξωτερικό». 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1928)
Thumbnail

Το αλοάρι = βρέσιμο, αρχαία πράματα κρυμμένα, χρυσαφικά, λεφτά κλπ. Ώ! Θέ μου, μια ξόδεψη που ίνεται (γίνεται) κεί μες στο σπίτι, και, δε θαρρεί κανείς πως εβρήκαν αλοάρι. (τ’ αροάργια) Είντα λεφτοβόλι κι είντα κακό είν’ που το χαλούν ευτοί οι αθρώποι θαρρεί κανείς, πως είν΄αλοάρι μες στο σπίτι dώνε. 

Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (1925)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

Τύπος
Παραδόσεις (22)
Συλλογέας
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή (22)
Τόπος καταγραφήςΝάξος, Απείρανθος (22)Χρόνος καταγραφής1931 (2)1930 (4)1928 (9)1926 (2)1925 (5)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.