• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Αναζήτηση 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Αναζήτηση
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Αναζήτηση

Προβολή προηγμένων φίλτρωνΑπόκρυψη προηγμένων φίλτρων

Φίλτρα

Χρησιμοποιείστε φίλτρα για να περιορίσετε τα αποτελέσματα αναζήτησης.

Αποτελέσματα 1-10 από 67

  • Επιλογές Ταξινόμησης:
  • Συνάφεια
  • Τίτλος Αυξ.
  • Τίτλος Φθιν.
  • Ημερ. Υποβολής Αυξ.
  • Ημερ. Υποβολής Φθιν.
  • Αποτελέσματα ανά σελίδα:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Μια εποχή ο πατέρας τους (Χριστόφορος Μελιγκούρας) ήφερναν το άλεσμα, είχε πάει στο μύλο, στο Καστρί με το Γεώργη της Μαμαλίνας, ένα χαλκιά. Είχε ένα γαιδουράκι αυτός. Ο πατέρας τους είχε ένα μπλάρ άσπρο. Το βράδυ, τη νύχτα στις 12 πουρχόντουσαν, στον Άη Γεώργη ακριβώς κεί που πδάει το νερό τηράν έναν άνθρωπο, καθότανε την νύχτα τον εχθρό-φρουλάτισε. Από πίσω το γαιδουράκι του Μάμαλη. ‘’Βρε Γεώργη λέει’’. –Τι θές ; -Λέπεις ; τήρα τον μπάρμπα μου τον Κώστα καταντίπ’ τη μέσ’ το δρόμο. (Έβλεπαν έναν άνθρωπο). Τράβα λέει το γάιδαρο για να πιράσ’ και το μπλάρι. Μόλις τραβάει το ζώ περνάν , τηράν κάθοταν το ζούδιο με την πατατικούλα του – σαν άνθρωπος ξαπλωμένος χάμου. Τραβάει το γάιδαρό του να πάη να πιή νερό ο ένας ο Χριστόφορος να ποτίσ’ το ζώ. Ο Μάμαλης τράβηξε δε δίψαγε το δικό του. Το ζούδιο γίνηκε ένα σκυλάκι. Δεν το είδε αυτός. Έρχεται στο σπίτι. Ξιφορτώνει. Ερχόταν με φόβο. Κλέινει την πόρτα. Αυτό χτύπαγ’ την πόρτα. Σεισμός βουβουβου! Στο σπίτι. Να χαθή το ψοφίμι είναι (το σκυλί). Κύτταξε 2 φορές, τίποτα δεν λέπει. Ματαέρχοται ένας ταραμός. Άει σήκω σεν είν’ καλό απόψε. Κατ’ ήρθ’ απ’ το μύλο κοντά σου λέει ο γέρος ούλοι. Το άλλο βράδυ κατά τις 8 το ίδιο χωρίς να βλέπουν τίποτα. Φέρνουντον παπά να διαβάση τίποτε δεν έκανε. Ένα χειμώνα δεν ησύχασε. Απ’το βράδυ μόλις σιρίπωνε έως τα χαράματα. Κάθε μέρα φέρναν τον παπά και τάγια κειμήλια. Από καιρό δεν μετάκουσαν τίποτα πια, αφού διάβασ’ ο παπάς στο τέλος όλα τα γράμματα και δεν υπάρχει τίποτ’άλλο. Χάθκε πια. (Κατ’ήρθ’ απ’το μύλο= Μέσ’ το μύλο είναι πάντα κάτι κρούσμα. Και στα λιοτριβιά (είναι κρουσματάρες οι μηχανές) δεν κοιμάται κανείς γιατί κρατιέται, μουγκαίνει, ούτε κτίζουν σπίτι σε τέτοιους τόπους. Λέγεται : ‘’κρουσματάρικο σπίτι’’, Κειμήλια= Λείψανα του Αγ, Χαραλάμπο σε μια ταγάρα τάχουν στην εκκλησιά της Παναγίας. Είναι προίκα στην οικογένεια του Παπαλάμπρου. Κάνει καλό να τα πάρουν για τρείς μέρες στο σπίτι.) 

Ιωαννίδου, Μ. (1938)
Thumbnail

Μια βολά πάγαινε ο γέρος μας με τ' άλογα βαλμάς (μισθωτός αγωγιάτης) στη Δαύλεια. Σκώθηκε να μαζώθη τα ζα να πάη στο κάμπο να φέρ' το αργατικό του (τον κόπο του), το στάρι. Βγαίν' απ' όξω και λέπ' έναν παπά με κάτι παπούτσια μακρυά. Κατάλαβε! Έρχεται πίσω και λέει στη γριά ν' αμπαρώση το σπίτι. Παίρν' τα ζα και παγαίν'. Κει τον έπιασε ανατριχιάδα και φαγούρα. Καμιά βουλά πάνε στη Δαυλειά, πέφτει σ' ένα σπίτι ξερός. Έρχεται. Γιατρεύτκε με διαβάσματα. Και τώχουμε και το λέμε, στις 12 τη νύχτα να μη βγαίνουμ' έξω. 

Ιωαννίδου, Μ. (1938)
Thumbnail

“Του Χστού αυτόν τον μήνα που έφυγε το φάντασμα ακούει μια μέρα μια γυναίκα και κάνει έναν βρόντο. Τηράει – εδώ τηράει κει της φάνηκε πως είναι μια γειτόνισσα μι σιγκούνι, η Κέντραινα. Τη λέπω, κρένω ... μωρή Αλτάνα! Πάει αγάλια, αγάλια και την βλέπω και χάθηκε. Το πρωΐ βλέπω στ' οβορό θελοστάχτη και γαλαζόπετρα. Από τότε πιάστηκε η μάννα τς. Πήγαν σε μαγίστρες “κι είπαν σαν έκαναν μάγια για να γίντε στάχτες”. Τους έδωσαν φάρμακα: Σε μια μποτιλιούλα ένα μαντζούνι. Μέσα έβραζε το μελιγκούνι (μυρμήκι). Και τόφαγε για να γίν' καλύτερα. Έδωσε και κάτ' κλειδωνιές, τέσσερες για τις 4 γωνιές του σπιτιού να τς χώσουν. 

Ιωαννίδου, Μ. (1938)
Thumbnail

Τετάρτη και Παρακευή τα νύχια σου μην κόψης, και Κυριακή να μη λουστής αν θέλης να προκόψης 

Ιωαννίδου, Μ. (1938)
Thumbnail

(Εσύ μωρέ) γαμείς και δέρνεις και τον παρά τον παίρνεις 

Ιωαννίδου, Μ. (1938)
Λέγεται επί παμπονήρου
Thumbnail

Ναχα πουτάνας ριζικό ναχ' ακαμάτρας μοίρα όπ' είν' άξια και λήγορη δάκρυα και μοιριολόγια 

Ιωαννίδου, Μ. (1938)
Thumbnail

(Το ένα ψάρι)(δεν θυμόταν τ'όνομα)βγαίνει μια φορά στη γή και παίζει.Κι άν προκάμης και το σκοτώσης έχει μεγάλη αξία για γιατρικό.Ο πεθερός μου είχε λιβάδι ακροθαλασσιά.Είχε ακστά γι αυτό.Έτυχε μια μέρα μα πετάχτη και το ντουφέκισε,μα δεν το πρόκαμε.Υστερώτερο ούλο τήραγε 6-7 μήνες,άντισε ένα ψαρά και τούπε.Το σκότωσε στο τέλος αλλά με το σκοτωμό έφυγε το τσουλάκι του με τα.... που είχε τν αξία. 

Ιωαννίδου, Μ. (1938)
Thumbnail

Στον αποκλυσμό (Κατακλυσμό Νώε) βγήκε η Δόξα, γι' αυτό λέγεται έτσι. Ήταν 12 ημέρες κατικνιά και φουσκωσ' η θάλασσα. Σαν στράγγισαν τα νερά βγήκ' η Δόξα. Όταν βγαίνει με γύρο μέγαλο θα γένουν λάδια και κράσια πολλά. Όταν με μικρό δεν θάχουν λάδια και κρασιά. 

Ιωαννίδου, Μ. (1938)
Thumbnail

Το όφι ήταν στην Κουμαριά (τοποθεσία κάτω στ’αμπέλια στο Ν Α) ήταν μεγάλο. Ήταν δέντρα μεγάλα τότε, τα αρπάκια, τώρα καλλιεργήσανε τον τόπο και δεν υπάρχουν αρπάκια. Το όφι είχε τη φωλιά του από κάτω στο αρπάκι. Είχε κεφάλι και πόδια μεγάλα και κατάπινε ωμούς ανθρώπους. Υστερώτερα τυλιγότανε στο δέντρο και με το τυλιγμό έσπαζαν τα κόκκαλα του ανθρώπου πούχε φάει. Ο κόσμος χανόντουσαν στα κτήματα, Ήταν Τούρκοι τότε όχι μόνο Έλληνες. Κάποια μέρα ο Θεός έρριξε αστραπτοβόλο και το σκότωσε. Ηύραν ένα παιδάκι 15 χρονών. 

Ιωαννίδου, Μ. (1938)
Thumbnail

Ήτανε χειμώνας σηκώθκε το πρωί για κυνήγι, έρριχνε χιόνι. Πήγε στη Χτιριαρού άκσε ένα μουγκριστό, βαιλέ μεγάλο! Τότε το νεκροταφείο δεν έπαρχε εκεί. Ζυγώνει κοντά στη βρύση. Τηράει κι ήτανε τα 2 στοιά και παλεύανε. Το ένα του Κάστρου ήταν λιάρο (ασπρόμαυρο), το δικό μας ήταν σταχτί (μούρκο). Αυτό είναι μεγαλύτερο. Τότε παρισιάσθη ένας ανθρωπάκος και του λέει :-φοβήθκες ; Να μη φύβγης, θα σου δώσω τούτο το σφυράκι, θα ζυγώσης πιο κοντά. –Τα δύο στιά είχανε κάνει πάρα κάτω. Αυτά θα ματαρθούν να παλέψουνε, να βαρέσης το λιάρο, όχι το δικό μας το μούρκο, γιατί θα έχουμε μεγάλη αρρώστια, ο γέρος κάθονταν. Αυτά μεταρχόντουσαν. Το πήρε στο ποδάρι με το σφυρί και το νίτισε κι έπεσε κάτω. Το δικό μας το παίρνει κυνηγητά ως τον πύργο του Κάστρου μουγκρίζοντα και τσιτώντα. Το δικό μας γύρσε πίσω (στην Αράχοβα) και έπεσε κουρασμένο απ’έξω απ’την εκκλησία. Ο γέρος βρίσκει άλλο κυνηγό χωρίς να πή τίποτα. Πέρασε κάμποσος καιρός και το είπε σε κάμποσους βλαμάδες. Κι έπειτα το μολόγαγε και σε μένα. Τότε έφτασε ευλογιά στο Κάστρο, ενώ εδώ τίποτε! 

Ιωαννίδου, Μ. (1938)
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 7
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση

Περιήγηση ανά

ΤύποςΠαραδόσεις (41)Παροιμίες (26)ΣυλλογέαςΙωαννίδου, Μ. (67)Τόπος καταγραφής
Βοιωτία, Αράχωβα (67)
Χρόνος καταγραφής1938 (65)1932 (1)1931 (1)
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.