Αναζήτηση
Αποτελέσματα 231-240 από 707
Λέ τι δανdάρε τζό 'χω, χωρίζει μό τα ξεράδε τσαί τρώ' τα
(1951)
Λέει, δόντια δεν έχω, χωρίζει όμως τα ξερά και τα τρώει. Για κείνους που καμώνονται τον ανήμπορο, καταφέρνουν όμως μιά χαρά αυτό πού θέλουν. Πόντ. Δ.Π. 85: Δόντα 'κ' έχ' άμα κερέτζα μασά...
Τ' άβγα μο τ' άβγα καταχτούνε, 'ναμεσα ψοφά το γαϊριδι
(1951)
Τ' άλογα με τ' άλογα κλοτσάνε, ανάμεσά τους ψοφά το γαϊδούρι
Ο κόσμος βίτεψεν gως, μεις μο του 'α ειπούμ' dι “τσούς” στήκνεται;
(1951)
Ο κόσμος πέταξε κώλο (πήρε τον κατήφορο), μεις με το να του πούμε “τσους” (όπως στα γαϊδούρια) στέκεται;. Τόλεγαν σε κείνους, που όλο γκρίνιαζαν πως η νέα πλάση πήρε κακό δρόμο
Κάτσες σον gόφα μου, να μάδεις τα γένε μου
(1951)
Έκατσες στον κόρφο μου, να μαδάς τα γένεια μου
Το στσυλλί το τουιν dου 'άζει το χούιν dου τζο 'άζει τα
(1951)
Το σκυλί την τρίχα του αλλάζει, το συνήθιο του δεν τ' αλλάζει
Δώσε με γισμάτι, κόνdα με'ς του Γουπτσή το κάτσι
(1951)
Δώσε μου τύχη, πέτα με απ' του Γουπτσή το βράχο
Σου βιλλού το σεβdά του κρέμεται, σο Παϊάσι κουπανίζει σίδερο
(1951)
Στης ψωλής του τον καημό όποιος κρέμεται, στος Παϊάς (στις φυλακές) κοπανίζει σίδερο. Η έννοια της παροιμίας είναι πως όποιος δεν περιορίζει τις ορμές του, στο τέλος καταλήγει στη φυλακή. Το Παϊάς είνια στο μύχο του κόλπου ...
Α πάρω το ιπρίχι, α βgώ σο δώμαν bάνου, α πάρω απτάζ
(1951)
Θα πάρω το μπρίκι, θα βγώ στο δώμα πάνου, θα κάμω τούρκικο αγιασμό
Είσαι καό, άμα λες πουά ψέματα
(1951)
Είσαι καλός, άλλα λες πολλά ψέματα
Τ' οψάρ ασ' σό κεφάλ βρωμά
(1951)