Αναζήτηση
Αποτελέσματα 41-50 από 106
Πάρε πόδι
(1950)
Εις την Δημητσάναν προς τον μη θέλοντα ή βραδύνοντα να προσελθη λέγεται ειρωνικώς και εις τονον επιπλήξεως πάρε πόδι κ' έλα! Επειδή το πόδι είναι όργανον του βαδίσματος, αυτό πρέπει να κινήση τις και επί το εικονικώτερον να λάβη μαζί του διά να πάη...
Το βάζω 'ς τα τέσσερα, 'σ τα πόδια
(1950)
Από την έκφρασιν “το βάζω τ' άλογο 'ς τα τέσσερα πόδια”=το αναγκάζω να τρέχη τετραποδητί, εν καλπασμώ, εγεννήθη η φράσις “το βάζω 'ς τα τέσσερα”=φεύγω τάχιστα. Συνώνυμοι είναι και αι φράσεις “το βάζω 'ς τα πόδια” και “'ς τα τέσσερα” και “βάζω τα...
Κάπου σε είδα, κάπου με είδες
(1950)
Ειρωνική και περιφρονητική συγχρόνως φράσις αυτή υποτίθεται ότι αποτελεί απάντησιν εις την ερώτησιν δε με ξέριες; και λέγεται, όταν πρόκειται να δηλωθή ότι όχι μόνον έπαυσε να υπάρχη ενδιαφέρον εις ένα πρόσωπον πρότερον γνωστόν και φιλικόν, αλλά και...
Σαν ο διάβολος το λιβάνι
(1950)
Ερμηνεία: Η φράσις συμπληρώνεται αναλόγως των περιστάσεων με το προτασσόμενον ρήμα φεύγει ή φοβάται και λέγεται επί ανθρώπου αποστρεφομένου τι μέχρι απεχθείας. Εις την φράσιν υπόκειται η αρχαία δοξασία των Ανατολικών και του Ελληνικού λαού, ότι τα...
Πβ. Ημετέραν μελέτην “Εξορκισμοί και εξορκισταί” εν τη Επετηρίδι της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 3, 225-234. Πβ. Και Νικολάου Πολίτου Παροιμ. 4, 402...
Πβ. Ημετέραν μελέτην “Εξορκισμοί και εξορκισταί” εν τη Επετηρίδι της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 3, 225-234. Πβ. Και Νικολάου Πολίτου Παροιμ. 4, 402...
Μπήκε ο καλόγερος 'ς το τσουκάλι
(1950)
Παιγνιώδης έκφρασις ότι το φαγητόν εκάη και εμαύρισε αποκάτω προς τον πυθμένα της χύτρας, έγινε δηλαδή μαύρο σαν τον καλόγερον. Λέγεται και επί το υπερβολικώτερον μπήκε όχι μόνο ο καλόγερος, αλλά και ο ηγούμενος...
Συνώνυμος φράσις μπήκε ο Αράπης 'ς το τσουκάλι...
Συνώνυμος φράσις μπήκε ο Αράπης 'ς το τσουκάλι...
Τα βρίσκω σκούρα
(1950)
Λέγεται κοινώς τα βλέπω σκούρα τα πράγματα. Όπου το σκούρα σημαίνει μεταφορικώς, όχι ευχάριστα, αλλά ζοφερά, δυσάρεστα. Περαιτέρω δε ελέχθη και τα βρίσκω σκούρα. Συνώνυμον προς το τα βρίσκω μπαστουνια, αναλογικώς προς το οποίον και εσχηματίσθη...
Η αγορά, ο κόσμος βρομάει από κτλ
(1950)
Εις δήλωσιν πλησμονής πράγματος συνήθως αγοραίου λέγομεν η αγορά ή ο κόσμος βρομάει από το δείνα πράγμα, δηλ. είναι τόσον άφθονον, ώστε μένον απώλητον βρωμάει. Είναι δήλον ότι κατ' αρχάς ελέχθη επί πραγμάτων υποκειμένων εις αποσύνθεσιν και κακοσμίαν...
Του άλλαξα τον αδόξαστο κτλ.
(1950)
εξαναγκασμού των Χριστιανών προς εξωμοσίαν. Αλλά λέγεται και του άλλαξα τον αδόξαστο 'ς το ξύλο ή τον αντίθετο. Ταύτα φαίνονται περίεργα, διότι ο αδόξαστος και ο αντίθετος=διάβολος δεν εποτελούν θρησκείαν, την οποίαν ν' αναγκασθή τις δια ξυλοδαρμών ν' αλλάξη...
Ιστορ. Λεξικό λήμμα αλλάζω, τόμος Α, αρ. 1 – Ιστορ. Λεξικό λήμμα αδόξαστος – Λεξ. Δελτίο λήμμα 4, σελ. 96 – Ιστορ. Λεξικό λήμμα αντίθετος, αρ. 2...
Ιστορ. Λεξικό λήμμα αλλάζω, τόμος Α, αρ. 1 – Ιστορ. Λεξικό λήμμα αδόξαστος – Λεξ. Δελτίο λήμμα 4, σελ. 96 – Ιστορ. Λεξικό λήμμα αντίθετος, αρ. 2...
Το 'χει δίπορτο
(1950)
Δίπορτο σπίτι είναι το έχον δύο θύρας, την κύριαν και ετέραν δευτερεύουσαν πολλάκις αφανή. Επί τουρκοκρατίας ο Χριστιανός ο υφιστάμενος επίθεσιν υπό Τούρκων εις την κυρίαν είσοδον ηδύνατο να διαφύγη διά της οπισθίας, αν έμενεν αυτή απαρατήρητος υπό...
Του βάζω γυαλιά
(1950)
πρώτον προς άνθρωπον, όστις επειδή δεν εφορούσε τα γυαλιά του, δεν ηδύνατο να διαβάζη απταίστως, αφού δε τα έβαλε τότε πλέον εδιάβαζε προσεκτικά και ορθά. Οθεν μεταφορικώς βάζω τα γυαλιά μου=προσέχω. Η ίδια η φράσις βάλ΄τα γυαλιά σου εις το ιδίωμα Μαδύτου...