Αναζήτηση
Αποτελέσματα 701-707 από 707
Άρ ο Θιός να κούνκεν τα καζβάρες, κάτα μέρα χα ψοφήσει α γαϊρίδι
(1951)
Αν άκουε ο Θεός τα κοράκια, κάθε μέρα θα ψοφούσε ένα γαϊδούρι. Το λένε όταν δεν θέλουν να δώσουν σημασία στις κουβέντες ή στις κατάρες του κόσμου
Σώστου να 'ρτϊέσ' τα νερά να 'εμώσ' η λίμbλη, ζ' μαθράκας τα φτάλμε α βgούνε
(1951)
Ώσπου να κανονίσεις τα νερά να γεμίσ' η λίμνη, του βάτραχου τα μάτια θα βγούνε
Πιρμή με δώσ' άν οκούτι, φορτών' σή ράση μου το πιθάρι
(1951)
Πρίν να μού δώσεις μιά συμβουλή, φορτώνεις στή ράχη μου το πιθάρι. Γιά μιά μικρή ευεργεσία πού μάς κάνουν, ζητούν να τους πληρώσουμε με το παραπάνω. Με τή λέξη οκούτι (=συμβουλή) πού χρησιμοποιούν οι Φαρασιώτες, η παροιμία ...
Το κορίτσι λέν dα ενgαό καό, άμα το γαιρίδι σον gώ τζο μbορεί νdα τσενdήσει, που καυτσέται τσαί κάθεται
(1951)
Άπραγος άνθρωπος. Τη φράση την έλεγαν πιο πολύ πειραχτικά για τις υποψήφιες νύφες, που τάχα ήταν καλές, ενώ δεν άξιζαν
Το γλυτσύ η γουώσσα βgάλλει το φίδι 'ς το τρυπί
(1951)
Η γλυκειά γλώσσα βγάζει το φίδι από την τρύπα
Ο Θϊός 'αρ να κρούν'κε 'τι σου στσυλλού το κατζί, κάτα μερά χα χάσει α σπίτι
(1951)
Ο Θεός αν ήταν ν' ακούσει του σκύλου το λόγο, κάθε μέρα θα κατάστρεφε ένα σπίτι
Τάνιν τζό σό σπίτι του να πει, πααίνει μό τό κούρκι να σέσει
(1951)
Ξινόγαλο δεν έχει στο σπίτι του να πιει, πάει με τη γούνα να χέσει. Ενώ είναι θεόφτωχος, καμώνεται τον άρχοντα. Κούρκι ήταν η γούνα που φορούσαν οι αγάδες κι οι μπέηδες. Λεβ. 165