Αναζήτηση
Αποτελέσματα 41-50 από 61
Δεν έχει πίστι, Θεό, δεν έχει το Θεό του
(1950)
σκληρού και ατέγκτου ή πείσμονος ή ανθρώπου λέγοντος και πράττοντος κάτι το εξαιρετικόν, το οποίον προξενεί εντὐπωσιν...
Αλλουνού παπά βαγγέλια
(1950)
Επί ιερέως μή γνωρίζοντος πολλά γράμματα λέγεται είς την Δημητσάναν αλλουνού παπά βαγγέλιο. Υποτίθεται δηλαδή ότι ούτος συνηθισμένος είς το κείμενον του ιδικού του ευαγγελίου και μή δυνάμενος να διαβάση άλλο κείμενον αποκρούει αυτό ώς ανήκον είς...
Από τον Άννα 'ς τον Καϊάφα
(1950)
Εις την ευαγγελικήν αφήγησιν περί της δίκης του Ιησού λέγεται οτι συλλαβόντες “έδεσαν αυτόν και απήγαγον αυτόν προς Άννα πρώτον” τον αρχιερέα. Έπειτα “απέστειλεν αυτόν ο Άννας προς Καϊάφαν τον αρχιερέα”. Η μεταφορά από τον Άννα προς τον Καϊάφαν δια...
Είναι πρώτης
(1950)
Η φράσις κατ' έλλειψιν της γενικής “ποιότητος” είναι της λογίας χρήσεως γενομένη ήδη κοινή και λεγομένη δια παν πράγμα εκλεκτής ποιότητος, οίον κρασί πρώτης, λάδι πρώτης...
Τα βρίσκω μπαστούνια
(1950)
Εις ένα είδος χαρτοπαιγνίου τα λεγόμενα μπαστούνια έχουν αριθμητικήν αξίαν κατωτέραν των άλλων χαρτιών και ο κατά τύχην αναλαμβάνων εις ωρισμένην περίπτωσιν αυτού δύο τοιάυτα χάνει. Εντεύθεν η φράσις τα βρίσκω μπαστούνια σημαίνει μεταφορικώς μου...
Όλος κι όλος
(1950)
Χαριτολόγος καταφατική απάντησις εις την ερώτησιν εσύ είσαι; αυτός είναι; Το όλος σημαίνει ολόκληρος, η δε επανάληψις επιτείνει την έννοιαν. Το όλον νόημα ενέχει και απόχωσιν λεπτής ειρωνίας, ότι δηλαδή δεν είναι ο μισός, αλλά ολόκληρος...
Βγαίνει απάν' απάνω
(1950)
Ερμηνεία: Η φράσις βραχυλογικώς από την πλήρη έκφρασιν “βγαίνει απάν' απάνω σαν το λάδι” λέγεται δι' άνθρωπον, όστις κατορθώνει να παρουσιάζεται αθώος, ενώ κατ' αλήθειαν δεν είναι. Η μεταφορά από το λάδι, το οποίον επιπολάζει και φαίνεται διαυγές...
Ράγισε το γυαλί
(1950)
Αν ραγίση το γυαλί δεν δύναται ν΄ αποκατασταθή εις την προτέραν μορφήν. Εντεύθεν η μεταφορική χρήσις της φράσεως εις δήλωσιν ανιάτου παθήσεως ή ανεπανορθώοτυ διαρρήξεως φιλίας. Λέγεται και ραγισμένο γυαλί ή διερρηγμένη φιλία...
Εδώ σε θέλω
(1950)
Από την παροιμιώση έκφρασιν “εδώ σε θέλω, κάβουρα, να πηδάς τα κάρβουνα, αμ' αν είν' για τον πηδάω κ' εγώ”, απεκόπη το εδώ σε θέλω λεγόμενον επί δυσκόλων έργων, ότε κυρίως φαίνεται η επιτειδειότης και ικανότης του ανθρώπου...
Τον παίρνω μονοκόμματο
(1950)
Προς πράγμα μονοκόμματο = απλούν, όχι συνηρμοσμένον από δύο ή περισσότερα κομμάτια (πβ. Ξυλο, ύφασμα μονοκόμματο) παρωμοιάσθη ο συνεχής και αδιάκοπος ύπνος, όθεν η φράσις τον παίρνω μονοκόμματο εννοεί τον ύπνο = κοιμάμαι συνεχώς...