Αναζήτηση
Αποτελέσματα 171-180 από 952
Το ποδάρι θέλει κρεβάτι και το χέρι bόλια
(1963)
Βόλια = μαντήλι...
Και το χέρι bόλια ή και το χέρι θέλει bόλια ή ξάπλα ή το χέρι θέλει bόλια και το ποδάρι κρεβάτι...
Δηλαδή όταν πονα το πόδι σου, πρέπει να μείνης στο κρεβάτι, κ' όταν πονα το χέρι σου, πρέπει να το βάζης σε μπόλια, δεμένη στο λαιμό σου, Για να θεραπευτουν...
Και το χέρι bόλια ή και το χέρι θέλει bόλια ή ξάπλα ή το χέρι θέλει bόλια και το ποδάρι κρεβάτι...
Δηλαδή όταν πονα το πόδι σου, πρέπει να μείνης στο κρεβάτι, κ' όταν πονα το χέρι σου, πρέπει να το βάζης σε μπόλια, δεμένη στο λαιμό σου, Για να θεραπευτουν...
Όποιος αγαπά τα φάβατα, σπέρνει κουκιά και κάνει τα
(1963)
Λέγεται, σε φιλοφρόνημα, σαν αστείο, σα χάδι, κάποτε και σαν ελαφρά ειρωνεία. Π.χ."- Τη bροχτές ήφυες κακιωμένη και μας εφοβέρισες πως δε ξαναπατείς το κατώφλιο μας, κι , κι εκείνο μαθές (=και όμως) ήρθες κιόλα!. - Μ' αγαπώ σας εδά, λέει ν'απεθάνω;...
Οπούβαλε dο έλαιο, νά βάλη καί το κλήμα
(1963)
Ήταν αρχικώς ευχή σέ βαφτίσια, ο νονός δηλ. νά γίνη καί παράνυμφος. Τά στέφανα γινότανε μέ κλήμα,πού τό περιτύλιγαν μέ βαμπάκι καί κορδελίτσα. Λέγεται, όταν προσφέρης σέ κάποιο μιά υπηρεσία καί ζητεί νά τήν ολοκληρώσης...
Άη μου Νικόλα, κάψε κι΄άφης κιόλα
(1963)
Δηλαδή, να μη φτάνει κανείς στην υπερβολή...
Π.χ. “Τη bροχτές εζύαζα κι΄ερχέψαν οι διαλογείς και το πετούσα gατά πο΄βρισκούdανε, λέω, βρε, είda κάνετ΄ετού;, Άη μου Νικόλα, ΄δα, λέει. Κάψε κι΄άφης κιόλα”...
Εζύαζα=παρέδιδα σμύριδα, ΄βρισκούdανε=όλο, βρε, είda κάνετ΄ετού=τί κάνετε αυτού, τρελαθήκατε;, εργατικός=γεωργός, πράματά=κτήματα, έξάνοιε=εκύτταζε, εδιάηκε=επήγε, ιερ΄=ιερό, ατσάλαχο=θόρυβο, dράο=ένα τράγο, gι΄ήκανε dο σταυρό dου και καλά...
Π.χ. “Τη bροχτές εζύαζα κι΄ερχέψαν οι διαλογείς και το πετούσα gατά πο΄βρισκούdανε, λέω, βρε, είda κάνετ΄ετού;, Άη μου Νικόλα, ΄δα, λέει. Κάψε κι΄άφης κιόλα”...
Εζύαζα=παρέδιδα σμύριδα, ΄βρισκούdανε=όλο, βρε, είda κάνετ΄ετού=τί κάνετε αυτού, τρελαθήκατε;, εργατικός=γεωργός, πράματά=κτήματα, έξάνοιε=εκύτταζε, εδιάηκε=επήγε, ιερ΄=ιερό, ατσάλαχο=θόρυβο, dράο=ένα τράγο, gι΄ήκανε dο σταυρό dου και καλά...
Ο Μάρτης βάνει το σκύλο στο dροσό και το gάτη στο bυρόμαχα
(1963)
Gάτη = γάτης, γάτος, bυρόμαχα = οι πυρόμαχοι...
Οι πέτρες στο τζάκι, που τοποθετούν επάνω το τσουκάλι και ανάμεσα τους ανάβει η φωτιά. Λέγεται για την καιρική αστάθεια του Μάρτη. Δηλαδή λόγω ζέστης αναγκάζει το σκύλο να επιδιώκη τη δροσιά και λόγω κρύου αναγκάζει τη γάτα να κάθεται κοντά στη...
Οι πέτρες στο τζάκι, που τοποθετούν επάνω το τσουκάλι και ανάμεσα τους ανάβει η φωτιά. Λέγεται για την καιρική αστάθεια του Μάρτη. Δηλαδή λόγω ζέστης αναγκάζει το σκύλο να επιδιώκη τη δροσιά και λόγω κρύου αναγκάζει τη γάτα να κάθεται κοντά στη...
Δε μ' εσώνα dα δικά μου, μόνο 'χω και τα πατρονικά μου
(1963)
Λέγεται, όταν εκτός από τις δικές σου έγνοιες, τις δικές σου δουλειές, τους δικούς σου περισπασμούς και καημούς, σου τυχαίνουν και ξένοι...
Σα bου θα σε δή κανείς, σε γράφει
(1963)
Δηλαδή κανείς δεν ξέρει τι του μέλλεται.Λέγεται για αντίθετο από το νομιζόμενο αποτέλεσμα. Από τον παρακάτω μύθο: Ήτονε, λέ, άνθρωπος και μια 'υναίκα κι είχα gαι τσι μανάδες τω gι' εκάθουdανε μαζί dωνε, κι όλον εμαλώναν οι γρϊάδες. Κι είπε dου, λέει...
Έμη σκόρδο, έμη κρεμμύδι!
(1963)
Δηλαδή και το ένα και το άλλο, δεν φτάνει το ένα παρά και το άλλο, δεν φτάνει που... αλλά και..., Π.χ. “Χμ! Και καφέ και γλυκό μου φέρνεις; Έμη σκόρδο, 'δα, έμη κρομμύδι!” “Δε σώνει εδά που τον ήβρισε, μόνου του τσ' ήδωκε gιόλα, “Έμη σκόρδο 'δα, έμη...
Επόμεινε σα dο Ίάννη στη μεθύρα
(1963)
Δηλαδή, έμεινε έκθετος...
Π.χ. “Τώρα, να κάνω κανένα ρουχαλάκι του Ιώργη μου τα του Ευαγγελισμού και να μη bροφτάξω να το τελειώσω, λε, επόμεινεν ο καμένος Γιώργης, σα dο Ιάννη στη μεθύρα”...
”Ήτονε, λέει, κανένα bαιδί κι΄εδιάηκε να πιάση ουκ΄απού μέσ΄στη συκομεθύρα κι΄είχε λια η συκομεθύρα μέσα κι΄ήσκυψε bολύ και πάει μέσ΄στη μεθύρα κι έκανα dα ποδαράκια d; απάνω, κι ευρεύγα dο και δε dο ΄βρίσκανε κι εκατέβησα gαι κάτω στο κατώι και...
Μεθύρα=κιουπί, Συκομεθύρα=κιουπί για ξερά σύκα, Λία=λίγα, Στη μεθύρα=από ανέκδοτη συλλογή μου...
Π.χ. “Τώρα, να κάνω κανένα ρουχαλάκι του Ιώργη μου τα του Ευαγγελισμού και να μη bροφτάξω να το τελειώσω, λε, επόμεινεν ο καμένος Γιώργης, σα dο Ιάννη στη μεθύρα”...
”Ήτονε, λέει, κανένα bαιδί κι΄εδιάηκε να πιάση ουκ΄απού μέσ΄στη συκομεθύρα κι΄είχε λια η συκομεθύρα μέσα κι΄ήσκυψε bολύ και πάει μέσ΄στη μεθύρα κι έκανα dα ποδαράκια d; απάνω, κι ευρεύγα dο και δε dο ΄βρίσκανε κι εκατέβησα gαι κάτω στο κατώι και...
Μεθύρα=κιουπί, Συκομεθύρα=κιουπί για ξερά σύκα, Λία=λίγα, Στη μεθύρα=από ανέκδοτη συλλογή μου...