Αναζήτηση
Αποτελέσματα 281-290 από 707
Είσ' αvdι 'αγού το κάκι νε μυράς, νε κοάς
(1951)
Είσαι σαν του λαγού το σκατουλάκι, ούτε μυρίζεις, ούτε κολλάς
Του τζο 'αρούται το στανϊέρη φήνει το τοσάτσι τσαί σένει σήν bροστσέφα
(1951)
Ο άρρωστος που δε βλέπει γιατρειά, αφήνει το στρώμα και χέζει στο προσκέφαλο. 55. Όταν μια δουλειά δεν πάει καλά, βαριεστίζομε και την παρατάμε. Λεβ. 243
Ο ζευγαράτ΄ υρεύει βρέδη, ο κουμνάτ΄ υρεύει ξερά
(1951)
Ο ζευγάς γυρεύει βροχή, ο στάμνας γυρεύει ξερασιά. Ο μύθοε λέει : Μια φορά ήτανε δύο αδέρφια· ο ένας είχε χωράφια, ο άλλος έφτιανε κανάτια. Ο ένας παρακαλούσε το Θεό να βρέξει· ο άλλος δεν ήθελε, γιατί είχε τα σταμνιά του ...
Η ΄ναίκα εσ΄ ογτά ιμάτε ͘ ότιζ΄ α κατζέψει, φοραίνει τα τόϊνα
(1951)
Η γυναίκα έχει εφτά πουκάμισα · όποιος θα μιλήσει, του φορεί το ένα
Ποίτσε αν gαό τσαι κόνdα τα ση γωνία
(1951)
Κάμε ένα κάλο και πέτα το στη γωνιά
Νε το κεbάπι κάφτει, νε το ιλίδι
(1951)
Ερμηνεία: Γι' άνθρωπο που δε θέλει να λυπήσει ούτε το ένα ούτε το άλλο από δυό που μαλώνουν
Ο ταρός σο νdάϊν τζο ΄μbη
(1951)
Ερμηνεία: Τόλεγαν σε βιαστικό
Φήνει'ς τα φτάλμε, κλαί'ς τα φρύδε
(1951)
Αφήνει από τα μάτια, κλαίει από τα φρύδια
Τό γαϊρίδι τού 'λήτεψεν dα κά
(1951)
Λητεύω = δένω
Το περτσόν dο μbούτσι την τζοιλία σου τρυπά;
(1951)
Σημείωση: Η περισσή μπουκιά τρυπά την κοιλιά σου;