• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) "Σύμμεικτα"

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 1-20 από 54

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Γενοβέζικα πράγματα, ωριμάζει η Νίκη κόρες ετών 83 τας παλαιάς αφηγήσεις, αι τινές κατεγράφησαν εις τας Ευτραπ. Πηγή σελ 60 – 64. 

    Μέγας, Γ. Α. (1938)
  • Για τους Μαγουλιανίτες, οι οποίοι φημίζονται γαι την πολυφαγία τους, υπάρχει η παράδοσις ότι, κάποτε σαράντα απ'αυτούς έτρωγαν μ'ένα χουλιάρι, όταν έξαφνα πέρασ' ΄ένας λύκος. Κανένας τους όμως δεν βρέθηκε μ'άδειο στόμα για να φωνάξη. 

    Άγνωστος συλλογέας (1930)
  • Ένα Πλωμαρίτικο καίκι (απο την Μυτιλήνη, ταξίδευε τη νύχτα με φεγγάρι. Ήτανε γαλήνη και τα πανιά του καικιού ρίχνανε τον ίσκιο τους στα ήσυχα νερά. -Αι απο το καίτς. Ποιοι είσαστε σείς; ρώτησε ο καπετάνιος. -Πλουμάρ' καίτσ, είπε ο ναύτης που φύλαγε στην πλώρη. -Ντα έχετε μέσα; -Γαιδούρια τσ' έναν παπά. -Γαιδούρια σείς γαιδούρια μείς. Όρτσα σείς, πόντζα μείς, φώναξε ο καπετάνιος. 

    Άγνωστος συλλογέας (1930)
  • Δύο Σύζυγοι

    Ένας ευτράπελος τώρα παραβολικός μύθος. Σύντομος είνε αλλά το πνεύμα εκείνου, του αγνώστου ρωμηού που τον εφαντάσθη και τον πρωτοείπε, είνε ασύγκριτο. Στρέφεται γύρω απο το αιώνιο πρόβλημα των παντρεμένων, περί του πώς δηλαδή ημπορούν οι άρρενες να παίρνουν τον "αέρα", να υποτάσσουν τα τρυφερά των ήμισυ. Παντρεύτηκαν λοιπόν δυό φίλοι δυό φιλενάδες κάποτε. Και σαν φίλοι που ήσαν έκαμαν τους γάμους...
    

    Άγνωστος συλλογέας (1939)
  • Ένας Ζακυνθινός αγαπούσε μια Βασίλω και πήγαινε κάθε μέρα στου Άη Γιαννιού την εκκλησία, άφινε τα παπούτσια του στην πόρτα, στεκότανε μπροστά στου Άγιου τα εικόνισμα κ'έλεγε : “Άη Γιάννη Πρόδρομε, πες της Βασίλως να μαγαπήση” Τάκουσε ο παπάς και κρύφτηκε μια μέρα στο Άγιο Βήμα. Πάει λοιπόν ο ερωτοχτυπημένος πάλι στο εικόνισμα κι αρχίζει τα δικά του : “Αη Γιάννη Πρόδρομε, πες της Βασίλως να μαγαπήση”... 

    Άγνωστος συλλογέας (1930)
  • Ένας καλόγηρος υποκριτής φύλαγε τάχα την σαρακοστή μαζύ με τους άλλους καλογήρους, μα κρυφά έκλεβε τ' αυγά κλειδωνότανε μέσα στο κελί του άναβε ένα κερί και τάψηνε επάνω εις το χερούλι του κλειδιού. Ο ηγούμενος τον υποψιάσθηκε φύλαξε απο... να τα ψήνη έτσι με το χέρι. Μπαίνει μέσα και τον ρωτάει με θυμό γιατί το κάνει αυτό. Ο καλ΄΄ογηρος απεκρίθη ταπεινά. Ο πειρασμός με φώτισε. Πετάχτη τότε ο διάβολος... 

    Άγνωστος συλλογέας (1930)
  • Ένας καλόγηρος υποκριτής φύλαγε τάχα την σαρακοστή μαζύ με τους άλλους καλογήρους, μα κρυφά έκλεβε τ' αυγά κλειδωνότανε μέσα στο κελί του άναβε ένα κερί και τάψηνε επάνω εις το χερούλι του κλειδιού. Ο ηγούμενος τον υποψιάσθηκε φύλαξε απο... να τα ψήνη έτσι με το χέρι. Μπαίνει μέσα και τον ρωτάει με θυμό γιατί το κάνει αυτό. Ο καλ΄΄ογηρος απεκρίθη ταπεινά. Ο πειρασμός με φώτισε. Πετάχτη τότε ο διάβολος... 

    Άγνωστος συλλογέας (1930)
  • Ένας παπάς του παληού καιρού πήγε μια μέρα να βαφτίση το παιδάκι κάποιου μέτριου χωρικού που ήταν κάπως αδύνατο. Όταν όμως τώβαλε μέσα στην κολυμπήθρα δεν εφρόντισε να το βγάλη όπως συνήθως, αλλά τ'άφησε αρκετά <για να κολλήση το λάδι> όπως έλεγε. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το παιδί ζεματίστηκε και πέθανε μια ώρα αρχήτερα. Αλλά ο λειτουργός του Υψίστου, χωρίς να φανή ότι ταράχτηκε καθόλου απ' αυτό, γύρισε... 

    Άγνωστος συλλογέας (1930)
  • Είχα στο χωριό μου γειτόνισσα μιάν άλλη γρηά πλούσια και νοικοκυρά, που είχε στα υπόγεια της κρασιά πολλών χρονών και μοσχοβολημένα, την Κυρά Γιώργαινα. Εκεί στο αρχοντικό της εκόνευε συχνά η άλλη γρηούλα και τάλεγαν. –Καλή ώρα Κυρά –Γιώργαινα. –καλώς την Κατερίνη. Αμ’ τι κάνεις τσούπα. –Καλά γέμ’ τι γίνεσαι σύ, πώς ήταν και τούτο. –Άμ’ τι να γίνω Κυρά Γιώργαινα μου, να, έχω από την αυγή που μούρχεται... 

    Άγνωστος συλλογέας (1934)
  • Ενώ ο άλλος

    Εμβρόντητος έμεινε η νύφη. Εμβρόντητη, φοβισμένη η γυναίκα του, δεν σήκωνε καθόλου κεφάλι. Περνούσαν ζωή αδιατάρακτη και η κάθε θέλησης του εγίνετο επιθυμία της. Στην ίδια κατάσταση δεν περνούσε ο φίλος του. Η δική του η γυναίκα δεν τον λογάριαζε σε τίποτα. Καλή γυναίκα, αλλ' ότι κατέβαζε το κεφάλι της το έκανε δίχως να λάβη υπ' όψει τις επιθυμίες του, τις θελήσεις του. Είχε μάθει και η ίδια πως ο...
    

    Άγνωστος συλλογέας (1939)
  • Κάποια παντρεμένη γυναίκα είχε φίλο, στον οποίο έδωσε ραντεβού ένα βράδυ, γιατί ο άνδρας της θα πήγαινε στο μύλο να αλέσει το σιτάρι. Απο κάποιο εμπόδιο όμως ο άνδρας της δεν βγήκε απο το σπίτι, κι όταν έφθασε ο φίλος της και χτυπούσε σιγά -σιγά την πόρτα, γυναίκα άρχισε να τραγουδά δυνατά το τραγούσι αυτό : Άνεμε κι ανεμουλάκι, τι χτυπάς το μανταλάκις Άντρας μου σακκί δεν ηύρε. Και στο μύλο δενε... 

    Άγνωστος συλλογέας (1930)
  • Άνεμε κι ανεμουλάκι

    Κάποια παντρεμένη γυναίκα είχε φίλο, στον οποίο έδωσε ραντεβού ένα βράδυ, γιατί ο άνδρας της θα πήγαινε στο μύλο να αλέσει το σιτάρι. Απο κάποιο εμπόδιο όμως ο άνδρας της δεν βγήκε απο το σπίτι, κι όταν έφθασε ο φίλος της και χτυπούσε σιγά -σιγά την πόρτα, γυναίκα άρχισε να τραγουδά δυνατά το τραγούσι αυτό : Άνεμε κι ανεμουλάκι, τι χτυπάς το μανταλάκις Άντρας μου σακκί δεν ηύρε. Και στο μύλο δενε...
    

    Άγνωστος συλλογέας (1929)
  • Η χήρα

    Κάποιος επαρχιώτης επιστρέφων εξ Αθηνών εις το χωριό του συνήντησε μόλις έμπαινε εις το χωριό του μια χήρα. -Καλή μέρα, κυρά Μαργαρίτα. -Καλή μέρα, καλώς ήρθες, τι νέα απο την Αθήνα; -Εδημοσιεύτηκε Βασιλ. Διάταγμα, απάντησε ο επαρχιώτης, σύμφωνα με το οποίο, όποια γυναίκα έχει μικρό στόμα, παίρνει δύο άνδρες. -Μ. μ.μ είπε η χήρα, συμμαζεύουσα τα χείλη της όσο μπορούσε. -Και όποια έχει μεγάλο, εξηκολούθησεν...
    

    Άγνωστος συλλογέας (1935)
  • Κάποιος Μωραίτης μια μέρα μάλωσε με τη γυναίκα του για τα καλά κι απάνω στο θυμό του έβαλε το χέρι του στο σελάχι για να πάρη το μαχαιρι του και να την σφάξη. Επειδή όμως στο ίδιο μέρος έβαζε και τη σακκούλα με τον ταμπάκο, έβγαλε κατα λάθος αυτή και μόλις τράβηξε μια πρέζα ξέχασε αμέσως όλη την οργή του. Κι έτσι χάρις στον ταμπάκο σώθηκε η γυναίκα απο το θάνατο. 

    Άγνωστος συλλογέας (1930)
  • Κάποιος χωρικός απο το Α΄γαλι της Μαντινείας, όπου γίνονται η καλές μυζ΄ληθρες, έφτιασε κάποτε ένα κεφάλι μυτζήθρα και το μισό το πήγε ως δώρο στον αρχηγό των <ζζαπτιέδων> (Τούρκων χωροφυλάκων) -Και γιατί δεν μου το έφερνες ολόκληρο, αλλά το έκοψες στη μέση; τον ρώτησε εκείνος. -Γιατί, αγά μου, με το άλλο μισό θέλω να στραβώσω κανέναν άλλον απάντησε ο κουτοπόνηρος χωρικός. 

    Άγνωστος συλλογέας (1930)
  • Κάποτε στα 1822, στείλα;νε στη Ζάκυνθο απο το Μωρηά χάρισμα μια γκαμήλα, λάφυρο απο την καταστροφή του Δράμαλη. Μαζεύτηκε ο κόσμος στα μουράγια και δεν ήξευρε τι ζώο ήτο αυτό. Τότε ένας Ζακυνθινός πολύξερος που τον ερώτησαν είπε : -Είναι χίλιω χρονώ λαγός, δεν βλέπετε;. 

    Άγνωστος συλλογέας (1930)
  • Κατά τα τελευταία επαναστατικά χρόνια, η πειρατική επίδοσης είχε μεταδοθεί με ωλιγότερα πάντως κρούσματα και εις τα νότια Ελληνικά παράλια. Αι παραδόσεις της Μάνης και μερικών νήσων αναφέρουν ορισμένα περιστατικά της πειρατικής εποχής, κατά την οποίαν η εξόρμησις των χερσαίων κουρσάρων, εγίνετο από τα βραχώδη παράλια, κατά την νύκτα, με το καβαλλίκευμα μεγάλων ασκών, οσάκις οι επιδρομείς εστερούντο... 

    Γαλοπούλου, Δ. (1936)
  • Λένε πως μια γυναίκα, βλέποντας ένα σκεπάρνι που ήταν κρεμασμένο πάνω από του παιδιού της την κούνια, δεν έβγαλε το παιδί της από την κούνια, παρά το έκλαιγε, λέγοντας άχ! Το σκεπαρνοκομμένο μου! 

    Πουλάκης, Δημ. (1924)
  • Η Μπαμπού

    Μια άλλη γυναίκα παντρεμένη, ενώ ο άνδρας της ήταν το βράδυ στο σπίτι, άκουσε τον φίλο της ν' ανεβαίνη στη σκάλα. Πήρε τότε το παιδί της στην αγκαλιά της και με μεγάλη αταραξία άρχισε να το νανουρίζη λέγοντας : Αγάλια – γάλια ανέβαινε. Μωρή μπαμπού τη σκάλα. Γιατί είν' ο τάτας του παιδιού. Φεύγα, μωρή κεφάλα!
    

    Άγνωστος συλλογέας (1929)
  • Μια μέρα κάποιος βλάχος περνούσε απο το γεφύρι του Αλφειού και σε μια στιγμή αισθάνθηκε να του φεύγη η καπότα απο τις πλάτες του. Άπλωσε το χέρι του να την πιάση, αλλα δεν επρόφτασε. Κυττάζοντας τότε το ρεύμα που την είχε πάρει φώναξε : -Ά πάει, ωρέ κι αυτή για την ψυχή του πατέρα μου! 

    Άγνωστος συλλογέας (1930)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.