• Ελληνικά
    • English
  • Ελληνικά 
    • Ελληνικά
    • English
  • Σύνδεση
Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) 
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
  •   Αρχική σελίδα
  • Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας
  • Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη) "Παράδοση ΣΤ"

  • 0-9
  • A
  • B
  • C
  • D
  • E
  • F
  • G
  • H
  • I
  • J
  • K
  • L
  • M
  • N
  • O
  • P
  • Q
  • R
  • S
  • T
  • U
  • V
  • W
  • X
  • Y
  • Z
  • Α
  • Β
  • Γ
  • Δ
  • Ε
  • Ζ
  • Η
  • Θ
  • Ι
  • Κ
  • Λ
  • Μ
  • Ν
  • Ξ
  • Ο
  • Π
  • Ρ
  • Σ
  • Τ
  • Υ
  • Φ
  • Χ
  • Ψ
  • Ω

Ταξινόμηση κατά:

Σειρά:

Αποτελέσματα:

Αποτελέσματα 1-20 από 133

  • κείμενο
  • χρόνος καταγραφής
  • ημερομηνία υποβολής
  • αύξουσα
  • φθίνουσα
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
  • Άμα έπεφταν κάτω (οι Αρχαίοι Έλληνες με τόσο μεγάλα τα πόδια τους) ήταν ο θάνατός τους. Σκοτώνονταν. 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1959)
  • Οι αντρειωμένοι

    Άμα ήθελε γεννηθή ένα παιδί και να ‘χη ένα σκουλί μαλλιά από πίσω (ουράν) ήτανε αντρειωμένος. Αλλά για να ζήση έπρεπε, λέει, ο πατέρας του παιδιού να πάη σε τρία βουνά τη νύχτα και να φωνάξη. «Αντρειωμένος εγεννήθηκε και να τόνε φοβηθήτε». Δεν πήγαινε όμως κανένας. Ενομίζανε πώς είναι σατανικό και θα χαλούσαν οι διαόλοι τον πατέρα. Εγεννηθήκαν δυο τέθοιοι και δεν πήγαν οι πατέρες τους κ’ επέθαναν...
    

    Ήμελλος, Στέφανος Δ. (1959)
  • Παράδοσις Μεγάλου Αλεξάνδρου

    Άρμεγαν τα πρόβατα ο πατέρας μου και ο παπούς μου και καθόνταν πάνω σε πέτρα την είχαν για στρουμπί. Η πέτρα αυτή ήταν η πατημασιά του αλόγου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μετά ήρθαν άνθρποι από την Κοζάνη και πήγαν στο μέρος Κουτρούλια και πήραν την πέτρα από τον τσάρκο και την πήραν. Μετά έμαθαν ότι ήταν η πατημασιά του ελόγου του Μεγαλέξαντρου.
    

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1965)
  • Αγόρι που θα γεννηθή με ουρά γίνεται αντρειωμένος. Γιαυτό ο πατέρας πρέπει να βγη στο πατητήρι απάνω και να φωνάξη: «αντρειωμένος εγεννήθηκε», γιατί άμα το κρατήση μυστικό, το παιδί θα ποθάνη. 

    Φραγκάκι, Ευαγγελία Κ. (1949)
  • Αι παραδόσεις των Κρητών αναφέρουσιν ότι ο Διγενής θέλουν τοτέ τα χαλάση τον Κόφκα (όρος της Μεσαράς) τοτάθη τος της νοτιοδυτ. Διακλαδώσεως της Ίδης (ήτη έκτοτε ωνομάσθη «του Διγενή το Σελί») και εκείθεν έρριπτε κατά του Κόφκα το παλλέτι (αμάξι) του, αλλ’ επειδή έτυχε τα οστή η χείρ του το καλέτι παρεξέκλυνε και έπεσεν επί των ορέων της Μεσαράς (Αστερουγιά) και το μέρος αυτό ονομάζεται και την σήμερον... 

    Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν. (1888)
  • Αμαζόνα= αντρογυναίκα 

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
  • Αματζόνα η= γυνή γενναία κι ανδρική, αμαζών. 

    Χαβιαράς, Δημοσθένης
  • Αν βγής πάνω στο Κάστρο θα δης πέτρες που έχουν πάνω μεγάλες δαχτυλιές. Τις δαχτυλιές αυτές της έχουν κάμει άνθρωποι που ζούσαν τότε και είχαν μεγάλα χέρια. 

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1965)
  • Αντρειωμένοι και Έλληνες και παλληκάρια λέγονται και υπέρ εμών οι γιγαντόσωμοι και ανδρείοι, Ελληνικά δε πολλαχάθι μεγαλοπρεπή αρχαία ερείπια, ως εν Ψωφίδι (Τριαντάμιση) εν μέγα αρχαίον οικοδόμημα της μεγαλωνύμου Ψωφίδος, κείμενον κατά χώραν εν θεμελίση εν μέσω άλλων ελασσόνων ερειπίων. 

    Παπανδρέου, Γεώργιος (1918)
  • Αντρειωμένος, η, ον= ανδρείος, ήρως, γίγας. Ούτος, ελέγον, ότι έχει μαλλιά στον κώλο= νουρά. 

    Λάσκαρης, Ν.
  • Αντρειωμένος= Πλάσματα της φαντασίας του λαού έχοντα υπερβολική σωματικήν δύναμιν ώστε να μετακινώσιν όρη και τα τοιαύτα και αγαπώντα να υπερασπίζουν τους αδυνάτους κατά των κανταπιεζόντων αυτούς ισχυρών/ αρχαίοι Γίγαντες και ήρωες. 

    Δένδιας, Μιχαήλ (1915)
  • Αντρζειωμένος= ανδρειωμένος, ο έχων μεγάλην ανδρείαν. 

    Καλαβρός, Μιχαήλ (1894)
  • Απουκάθενε εφκιάσανε ένα σπίτι και στο θέμελο ευρήκανε κόκκαλα, από μικρούς και μεγάλους κι ένα σφοντύλι από πηλό. Εξεχωνιάσανε δυο κεραμίδες κι’ ένα μισολίθαρο. Και μέσα σ’ τσι κεραμίδες ήταν ένα δόντι έδε τόσο. 

    Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1956)
  • Αυστάϊδις, οι: Άγριοι άνθρωποι με ένα οφθαλμόν εις το μέτωπον, οίτινες κατά τας παραδόσεις των Σαμοθρακών έζων εις τα δυσπρόσιτα όρη της νήσου και έβλαπτον παντοιοτρόπως τους κατοίκους έως ότου ανεκαλύφθη η πυρίτις, οπότε εφονεύθησαν. 

    Ανδριώτης, Νικόλαος Π. (1928)
  • Αυτός (ο παππούς μου Δημήτριος Ν. Μάρθας ή Κουτσουρίδης) όταν παντρεύτηκε και πήρε τη γιαγιά μου την Ανεζίνα, που είχε ορά, ήτονε αντρειωμένη και την είχε ο πατέρας της αυτή φωνάξει τρεις φορές σ’ ένα βουνό: «Αντρειωμένη εγεννήθη, (δηλαδή την επήρε μόλις εγεννήθηκε ο πατέρας της και την πήε τα μεσάνυχτα σ’ ένα ψηλό βουνό κ’ εφώναξε τρεις φορές: «Αντρειωμένη εγεννήθηκε!. «Μόλις τελείωσε άκουσε πίσω... 

    Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960)
  • Βούννου, βούννου δουλαππάτζιμ μου να κάμω το νημάτζιμ μου: (παμπάτζιμ μου να κάμω το νημάτζιμ μου (:παπάτζιμ μου) να πα να κατουρήσω ορέ λοή. Η παροιμία κατά την παράδοσιν οφείλεται εις το εξής: Κάποτε ένα κορίτσι που έκαμνε την νύκτα «δουλάππιν» διέκρινε κάτω από τον σοφά τα ποδάρια ενός κλέπτου. Αντί να φωνάξη, ήρχισε να τραγουδά ως άνω, με δυνατήν φωνήν, εώς ότου εξυπνήσας ο αδερφός της, ήλθε και... 

    Κυριαζής, Νίκος Γ. (1940)
  • Γιενή το γλημόρι: μνήμα γιγαντιαίον εντός βράχου λατομημένου. 

    Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1891)
  • Γριάς το πήδημα

    Γριάς το πήδημα: Ακτή λίαν απόκρημνος του Αίπους ως ένα βράχον της οποίας προ της κατασκευής της αμαξιτής οδού εφαίνετο τύπος γιγαντιαίου ποδός λεγομένου της Γρηάς, ήτις επήδησεν εκ του ύψους των κρημνών εις τον βράχον και εκείθεν εις την θάλασσαν διωκομένη υπό κουρσάρων.
    

    Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου (1926)
  • Σαραντάπηχοι

    Δια να εξηγήση ο ελληνικός λαός το μέγεθος των πελωρίων κ γιγαντιαίων έργων των αρχ. Ελλήνων, αναγκάζεται να πιστεύω ότι υπήρχαν τότε άνθρωποι 40 πήχεων έχοντες το ανάστημα, δυνάμεως να ενσηκώση τεράστια έργα (ως η Πελασγής) όπως επίσης παραδέχεται ότι μετά την συντέλειαν του κόσμου θέλουσι κατοικήση την γην άθρωποις σπιθαμιαίοι (νάνοι), κυλίοντες το ωόν δια μοχλόν. Η ιδέα ότι υπήρχον όντως άνθρωποι...
    

    Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν. (1888)
  • Ένας Αλέξανδρος και μερικοί άλλοι δράκοι ήσαν κυρίαρχοι εις όλα τα γύρω μέρη. Κάποτε ευρέθη το αθάνατο νερό. Ο Μάρκος Κράλε επρόβαλε και ήπιε. Ο Μέγας Αλέξανδρος επήγε να πιή και αυτός από το αθάνατον νερό, αλλά δεν ηύρεν, διότι το ήπιε όλο η αδελφή του. Μετά έψαχνε να την εύρη, και αυτή, για να γλιτώση, έγινε γοργόνα και επέρασε στην θάλασσα κάτω χαμηλά. Μετά από λίγα χρόνια ο Αλέξανδρος απέθανε... 

    Δευτεραίος, Άγγελος Ν. (1969)
  • «
  • »

Πλοήγηση

Όλο το ΑποθετήριοΑρχείο & ΣυλλογέςΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμεναΑυτό το ΑρχείοΤόπος καταγραφήςΧρόνος καταγραφήςΣυλλογείςΛήμμαΚατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)Ευρετήριο πηγώνΚείμενα

Ο λογαριασμός μου

Σύνδεση
Επικοινωνήστε μαζί μας | Αποστολή σχολίων
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.