Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 98-117 από 717
-
Έβgαλαν dα 'ς το πισσάρι, βούτσαν dα σο χατράνι
(1951)Τον έβγαλαν από την πίσσα και τον βούτηξαν στο κατράμι -
Έβgαλές τα σως το γουργούρι μου
(1951)Μου τάβγαλες ως τον καταπιώνα μου! Όταν ο άλλος σε στενοχωρούσε κι ήσουν έτοιμος να τον βρίσεις. Δείχνοντας με το χέρι το λαιμό, τόλεγαν κι έτσι: Έβgαλες τα σωζ αδά. Αντί γουργούρι έλεγαν και γαργαράς(=λάρυγγας): έβgαλες ... -
Έβgης αρά 'ς τον gω μου τσαι 'υρεύ' να με μάθεις πλέψιμα
(1951)Βγήκες τώρα δα από τον κώλο μου και γυρεύεις να με μάθεις κολύμπι -
Έβγη σου χωματού το πρόσωπο
(1951)Βγήκε στην επιφάνεια της γης. Τόλεγαν γι' ανρθώπους που ήταν χαμένοι και φαναρώθηκαν ή ήταν φτωχοί και νοικοκυρεύτηκαν -
Έν' ανdί βζησμένον τζιλίδι τσας τα πιέν', gάφτεσαι
(1951)Ερμηνεία: Για ύπουλο άνθρωπο, που μόλις τον γνωρίζεις από κοντά, σου κάνει κακό -
Έν' ασλάνη νοματού έργο
(1951)Είναι ανθρώπου λέοντα δουλειά, ερμηνεία: Τόλεγαν με θαυμασμό για τις σπουδαίες δουλειές, που χρειάστηκαν τέχνη και δύναμη -
Ές παράδε; ά πείς κρασί. Τζό 'σεις παράδε; βερεσέ κρασί μή πίν. Ά ήμερα 'ά δώσ' τά παράδε δύο φορέδες
(1951)Έχεις παράδες; θα πιείς κρασί. Δέν έχεις παράδες; βερεσέ κρασί μήν πίνεις. Μια μέρα θά δώσεις τούς παράδες δυο φορές. Δηλαδή θα πληρώσεις κι εκείνο που χρωστάς, θα πληρώσεις και κείνο που θα πιείς -
Έσει μήνα, ζουλεύει το χρόνο έσει χρόνο, ζουλεύει ένdεκα μήνες
(1951)Έχει μήνα που θρέφει το χρόνο έχει χρόνο που θρέφει έντεκα μήνες. Τυχαίνει δηλαδή μήνας, που με τη δουλειά που κάνεις, ζεις ένα χρόνο τυχαίνει όμως και χρόνος, που για να τον περάσεις δουλεύεις έντεκα μήνες