Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "νύφη"
Αποτελέσματα 45-64 από 567
-
Δα γκ' στουλ'σμεν κ' νύφ΄ απομ' νι
(1961) -
Δεν έχ' 'ςτο νου τ' να πάρη νύφ' γι αυτό κοιμίται
(1903)Ερμηνεία: Επί των πολλά δαπανησάντων παρ' αξίαν -
Έβηξ' (έκλασ') η νύφη, σκόλασ΄ ο γάμος
(1954)Ερμηνεία: Επί ματαιώσεως επιχειρήσεως τινος επιτελουμένης υπό πολλών λόγω δυσφορίας ή αποχής και αποχωρήσεως του κυριώτατου προσώπου -
Έκαμε η νύφη το καπότο του γυιού μου
(1959)Καπότο = το επανωφόρι, το καπότο θέλει πολλή δουλειά να γίνει κ' η πεθερά το 'λεγε περιπαικτικώς, ότι δήθεν έκανε βαργειά δουλειά η νύφη της και απέβαλε -
Έκλασε η νύφη, σχόλασ' ο γάμος
(1960)