Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "κάβος"
Αποτελέσματα 6-7 από 7
-
Πιάνω τον κάβον
(1912)Ερμηνεία: Πλησιάζω εις την ξηράν. Μεταφ. αποκτώ χρήματα στερούμενος πρότερον -
Του κάβου πρέπ' να τουν βαστάς σφιχτά, να μη τουν κατσιρτίξ'ς – Τουν κατσίρτιξις, δεν πουρείς πλιά κι τουν πγιάγ'ς
Κάβος=το πρυμνήσιον σχοινίον