Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "δαγκάνω"
Αποτελέσματα 19-31 από 31
-
Κάτι τον εδάγκασεν
(1880)Ερμηνεία: Επί εκείνων, οίτινες αφαιρούσι παρά των άλλων χρήματα και πράγματα άνευ της συναινέσεως των -
Μαύρου σκ'λί σι δάγκασι, άσπρου στου κιφάλι
(1918)Περί των εκδικουμένων ουχί τον βλάψαντα αλλά τινά των συγγενών του ή ομοφύλων του -
Να σε δακκάσ' [τσιμπήση] ο Γιάννης, βάλ' άτσοχα να γιάνης. Σαν σε δακάση η Μαριά, σκάβγε το λάκκο σου βαθειά
(1876)Γιάννης = όφις, αρσενικό φίδι -
Φείδ' που δε δαγκάν' μην το πειράζ' ς
Άνθρωπο κακό, που δε σε ενοχλεί, μη του δίνεις αφορμή να σε βλάψει