Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Λαζάρου, Αν."
-
Μαύρι μ' κι αν δεν δύνισι, του μάτι σ' νανι άγριου
Λαζάρου, Αν.Πρέπει να κάμωμεν οτι αι δυνάμεις μας επιτρέπουσιν, ούχι δε, επειδή δεν δυνάμεθα να κάμωμεν μεγάλα, να αφινώμεν και τα μικρά -
Μη μι λες παππασπασμένι να μη σι πω ξικοιλιασμένι
Λαζάρου, Αν.Διδάσκει ημάς να είμεθα προφυλακτικοί εις τους λόγους μας ή εις τα έργα μας, διότι αν είπωμεν τι ή πράξωμεν άτοπον, φόβος υπάρχει μη ακούσωμεν ή πάθωμεν υπό των άλλων μεγαλύτερα ή βαρύτερα -
Μη μι σπάηζ μι του βιλόν' να μη σι σπάσου μι τ' σακκουρράφα
Λαζάρου, Αν.Συνοδεύεται από κείμενο... -
Μην μπιστιφτής τον φίλο σου κι' πης του μυστικό σου, φίλους του φίλου θα του πη κ' είνι κακό 'δικό σου
Λαζάρου, Αν.Τα μυστικά δεν πρέπει να λέγωμεν εις άλλους διότι διαδίδονται ευκόλως -
Μητρυιάς φακιόλι έπισιν ιννεά προυγόνια σκότουσιν
Λαζάρου, Αν.Φακιόλ(το) = μανδήλιον δια την κεφαλήν -
Μιγάλουσι του κουλουκύθ' στράβουσι κ' η ουρά τ'
Λαζάρου, Αν.Η παροιμία λέγεται επ' εκείνων, οίτινες υπερηφανεύονται, επειδή απέκτησαν χρήματα τινα ή υπόληψιν ένα πρόταρον ουδέν είσαι -
Μουνός ου νους, διπλός ου κόπους
Λαζάρου, Αν.Ο άνευ νου επί χειρών τι κινδυνεύει να κοπιάση και εκδειτέρου, τρίτου -
Μπράβου Μίχου, συρ τον σ' σπίτ'.
Λαζάρου, Αν. (1936)Η παροιμία σκώπτει τους εκτελούντας μικρών εργασιαν δι ην ούτε ευχαριστή ανάγκη είναι. -
Ν' αφίσουμε το γάμο να πάμε γ'α' πουρνάρια
Λαζάρου, Αν. -
Να σι φλάη ου Θος απού κινούριουν άρχοντα κι απού παλιόν ζήτλαρν
Λαζάρου, Αν.Φλάη=φυλάττη, ζήτλαρς(ού)=ζητιάνος -
Νου' τς παντός
Λαζάρου, Αν.Ίσως είναι λείψανον της αρχαίας παροιμίας '' Οι παντός πλειν εις Κόρινθον'' ης την σημασίαν έχει -
Νουστ' μότιρα εινι τα κουρμάδια που τα βαλάνια, βαλάν' (τού)= βάλανος
Λαζάρου, Αν.Ομοία τη “φάΐ νύφ' ιλιές, καλό είνικι του μαύρον χαβιάρ' -
Ο ζουρλός είδιν του μιτζμένου κι παραμέρτσιν
Λαζάρου, Αν.Η κακή μέθη είναι χείρων της παραφροσύνης -
Ο νηστικός καρβέλλια βλέπει εις τον ύπνουτον
Λαζάρου, Αν. -
Ο ξπόλτους τσαρούχια κι ου νηστ'κός κουμμάτια
Λαζάρου, Αν.Εννόησον το ρήμα εινουριάζιτι = ονειρεύεται, ξπόλτους = ξιπόλυτος