Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 657-676 από 717
-
Του παρεδούται μιτσίκκο, παίρει μαχτσούμι του παρεδούται μέγο, παίρει άνεμος
(1951)Ερμηνεία: Όποιος παντρεύεται μικρός, παίρνει (αποκτά) παιδί, όποιος παντρεύεται μεγάλος, παίρνει αέρα. Το αέρα εδώ έχει την έννοια του τίποτα, δηλαδή όποιος παντρεύεται μεγάλος δεν αποκτά παιδιά, δεν κάνει τίποτα. Παραδίνομαι= ... -
Του πιένει τ' όργο, βgάλλει τα σο τσουφάλι
(1951)Ερμηνεία: Όποια δουλειά πιάσει, τη βγάνει σε κεφάλι (την τελειώνει) -
Του πνίζεται ο νομάτ', πιένεται 'ς τό τσουφάλιν dου
(1951)Ο άνθρωπος που πνίγεται, πιάνετ' από τό κεφάλι του -
Του ρουσού το σόνι σο Μάρτη 'ίνεται παού
(1951)Ερμηνεία: Του βουνού το χιόνι το Μάρτη φανερώνεται -
Του σπιτού τ' όργον σο ρουσί τζο ουτϊέ, του ρουσού τ' όργο σο σπίτιν τζο ουτϊέ
(1951)Του σπιτιού η δουλειά στο βουνό δεν ταιριάζει, του βουνού η δουλειά στο σπίτι δεν ταιριάζει. Ερμηνεία: Εκείνο που γίνεται στη μιά περίπτωση, δε μπορεί να γίνει και στην άλλη -
Του σπιτού το παζαρλϊέχι σου ρουσού το παζαρλϊέχι τζο ούτιε του ρουσού πάλι το παζαρλϊέχι σου σπιτού τζο ούτιε
(1951)Ερμηνεία: Του σπιτιού η συμφωνία δεν ταιριάζει με του βουνού τη συμφωνία, του βουνού πάλι η συμφωνία δεν ταιριάζει με του σπιτιού -
Του στσυλλού το βράδιν άτσονdου 'α νdα κουπώσ' σο γαλέπ', πάλ' α 'υριστεί πανουφόρου
(1951)Του σκύλου την ουρά, όσο κι αν την σκεπάσχεις στο καλούπι, πάλι θα γυριστεί κατά πάνου -
Του τζο 'αρούται το στανϊέρη φήνει το τοσάτσι τσαί σένει σήν bροστσέφα
(1951)Ο άρρωστος που δε βλέπει γιατρειά, αφήνει το στρώμα και χέζει στο προσκέφαλο. 55. Όταν μια δουλειά δεν πάει καλά, βαριεστίζομε και την παρατάμε. Λεβ. 243 -
Του τζο ΄υρεύει να δώσει το καννάβι του, λέ τι : Έφκωσα ΄λεύρι πάνου
(1951)Όποιος δε θέλει να δώσει το σκοινί του, λέει : Άπλωσα αλεύρι απάνου. Για τις ψεύτικες προαφάσεις. Μια φορά γυρέψανε του Ναρεντίν-χότζα το σκοινί του. Εκείνος δεν ήθελε να τους το δώσει κι είπε αυτό το ψέμα : Έφκωσα ΄λεύρι πάνου -
Του τζο ΄υρεύει να φκακώσει, ζυμώνει δέκα ημέρες
(1951)Όποιος δε θέλει να πλάσει, ζυμώνει δέκα μέρες -
Του τζο μbορεί να ποίκει τ' όργο, μη τα 'νdαράζεται
(1951)Ερμηνεία: Δουλειά που δεν μπορεί να κάμει κανείς, ας μην την καταπιάνεται -
Του ύρεύει να παρεδοθεί, μbρό 'πίσου τζο 'γρεύει
(1951)Ερμηνεία: Όποιος θέλει να παντρευτεί, μπρος πίσω δεν κοιτάζει. Ο γάμος δε χρειάζεται πολλή σκέψη. Παραδίνομαι= παντρεύομαι