Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 357-376 από 757
-
Ο μύος πήε σο σέλι τσαί συ αραdίζεις 'κόμη τα κροτάλε;
(1951)Ο μύλος πήγε στην ποταμοπλημμύρα και συ γυρεύεις ακόμα τα βαρδάρια του; -
Ο νομάτ' σ' αχίλιν dου κορά φτένει τ' όργον dου
(1951)Ερμηνεία: Ο άνθρωπος κατά το μυαλό του κάνει τη δουλειά του. Έλεγαν και συμβουλευτικά: Σ' αχίλι σου κορά, ποίκ' τ' όργο σου -
Ο νομάτ' του τζο γρεύει τ' όργον dου, ταυρεί το σεφελϊέχι
(1951)Ερμηνεία: Ο άνθρωπος που δεν κοιτάζει τη δουλειά του, τραβάει δυστυχία -
Ο ντομάτ' σαμού 'ηρανέσκει, παίρν' ο δϊέβος τ' αχίλιν dου
(1951)Ο άνθρωπος άμα γερνάει, παίρνει ο διάβολος το μυαλό του -
Ο ράσος του παπά σηκώνει
(1951)Ερμηνεία: Το ράσο του παπά σηκώνει. Το επάγγελμα του παπά είναι αποδοτικό σε εισόδημα -
Ο σιδεράς μο τον gαρβουνά μαργαώνουνε, τον τζερεμέ ταυρεί τα ο τσουλφάς
(1951)Ο σιδεράς με τον καρβουνιάρη μαλώνουνε, την ζημιά την τραβάει ο ανυφαντής -
Ο ταρός ά μεζ δείκ΄
(1951)Ερμηνεία: Όταν δεν θέλουμε να πάρουμε από τώρα απόφαση για κάτι μελλοντικό -
Ο τοιέχος έσει 'τία τσαί 'κόμη 'κού
(1951)Ο τοίχος έχει αυτιά,κι ακούει κι αυτός. Στα μυστικά μας χρειάζεται προφύλαξη. - Ποντ. Ακ.σ.492: Τα τουβάρα πα έχ'νε ωτία. -
Ο υμνός φεύgει ση γωνία, ο νησιτκός βγαίνει σο θύρι
(1951)Ο γυμνός φεύγει στη γωνία (του σπιτιού), ο νηστικός βγαίνει στην πόρτα. Έχει την ίδια έννοια με την προηγούμενη. Τις έλεγαν σα δικαιολογία όταν ξόδευαν κάτι για να ντυθούν. Την έλεγαν κι αλλιώς. Ο ύμνος φεύgει πέσου, ο ... -
Ο φρόνιμος σώστου να 'νανοστεί, ο δομμένο κρού' τσαί δεβαίνει
(1951)Ο φρόνιμος ώσπου να συλλογιστεί, ο τρελός χτυπάει και φεύγει -
Ο φσόντυος σου 'κόμη σο ζύν τζο μbή, να μbείς σο ζεύgον 'bουκάτου, α ιδείς ζ' γούβας σου το φοσσί
(1951)Ο σβέρκος σου ακόμα δε μπήκε στο ζυγό, να μπείς κάτου απ' το ζυγό και θα δείς του τραχήλού σου τη λακκούβα -
Ο Χριστός σο λύκον είπε dα: “Σήκω να φας τον αυτέντη σου”
(1951)Ο Χριστός είπε στο λύκο: Σήκω να φας τον αφέντη σου -
Ο χωρίοζ εν σο κάχιν 'bάνου, κάτσε vdα 'ρτϊέσουμ' τζαι 'στέρου άμε
(1951)Το χωριό είναι στην πλαγιά πάνου, κάτσε να το φέρουμε στα ίσια κι ύστερα φεύγεις -
Ο χωρίος κόντσεν gως, συ α vdα 'ρτϊέσ'
(1951)Το χωριό πέταξε κώλο (πήρε τον κακό δρόμο), εσύ θα το σιάξεις;