Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "βράζω"
Αποτελέσματα 28-47 από 82
-
Βράζουν βράζουν τα κακάβια κι ακονίζουν τα μαχαίρια για του Γιάννη το κεφάλι
Ερμηνεία: Επί των κακόν τι άλλοις παρασκευαζόντων -
Βράσ' τα και πιέ το ζ'μί τς
(1941)Επί των αρνουμένων να δανείσουν σκεύος τι ή υπόδειγμα εργόχειρου -
Βράσ' τα μή βρωμέζουνε
(1876) -
Βρέχει χιονίζει η τσουκάλα βράζει
(1926)Επί των μισθωτών, οίτινες αμοίβονται η κατά τα μη εργασίμους ημέρας -
Έβρασα πια πε σένα
Με στεναχώρισεσ πολύ. Όταν γίνεται κανείς πολύ ενοχληιτικό και πειραχτικός που να οργίζει τον άλλον -
Έγινε το βάλε βράσε
Επί μεγάλης ταραχής, ανωμαλίας και συγχύσεως πραγμάτων. Εγένετο δηλ. Φαύλη ανάμιξη, οία όταν βάζη και βγλαζη χόρτα. Το βάλε βράσε τούτο εγένετο κατόπιν κατ' αν' ομοιίωση μάλε βράσε, όταν δε φυσικής το μάλε κατέστη ακατανόητον, ... -
Έγινε το μάλε βράσε
Ερμηνεία: Επί μεγάλης ταραχής, ανωμαλίας και συγχύσεως πραγμάτων. Κατ' ανομοίωσιν κι του βάλε βράσε όπερ και λέγουιν εν Ηπείρω, όταν θέλουν να δηλώσουν ότι εγένετο φαύλη ανάμιξης, οία όταν βγάζει και βράζη χόρτα. ( Παρομοιο: ...