• Έγινε κούνουπας στο μεθύσι 

    Κουκουλές, Φαίδων (1924)
    Κούνουπας ή κουνούπι ή κανελοκούνουπο
  • Έγινε κούτσουρο στο μεθύσι 

    Κουκουλές, Φαίδων (1924)
    Διά το δυσκίνητον του εκ μέθης αναισθήτου
  • Έγινε κουμπούρι στο μεθύσι 

    Κουκουλές, Φαίδων (1924)
  • Έγινε κουνούπι 

    Κουκουλές, Φαίδων (1924)
    Περί λίαν μεθυσθέντος
  • Έγινε κουτούκι στο μεθύσι 

    Κουκουλές, Φαίδων (1924)
  • Έγινε μακός 

    Κουκουλές, Φαίδων (1924)
    Περί μεθυσθέντος (μακός = μάκως, μήκων, κόκκινος παπαρούνα)
  • Έγινε ντόγα στο μεθύσι 

    Κουκουλές, Φαίδων (1924)
  • Έγινε πάλλαλος στο μεθύσι 

    Κουκουλές, Φαίδων (1924)
    Πάλλαλος = πάσσαλος
  • Έγινε σαλούπα 

    Κουκουλές, Φαίδων (1924)
    Για τους μεθυσμένους, που παραπαίουν
  • Έγινε σκνίπα στο μεθύσι 

    Κουκουλές, Φαίδων (1924)
    Από το είδος μικράς μυίας ή σκνίπος (άλλης κουνούπι) που περιίπταται περί το οινοφόρον βυτίον, ήτις υπό της αναθυμιάσεως ζαλιζομένη αποπνίγεται πολλάκις εντός του αποστάζοντος οίνου
  • Έγινε τάβλα στο μεθύσι 

    Κουκουλές, Φαίδων (1924)
  • Έγινε το βάλε βράσε 

    Κουκουλές, Φαίδων
    Επί μεγάλης ταραχής, ανωμαλίας και συγχύσεως πραγμάτων. Εγένετο δηλ. Φαύλη ανάμιξη, οία όταν βάζη και βγλαζη χόρτα. Το βάλε βράσε τούτο εγένετο κατόπιν κατ' αν' ομοιίωση μάλε βράσε, όταν δε φυσικής το μάλε κατέστη ακατανόητον, ...
  • Έγινε το μάλε βράσε 

    Κουκουλές, Φαίδων
    Ερμηνεία: Επί μεγάλης ταραχής, ανωμαλίας και συγχύσεως πραγμάτων. Κατ' ανομοίωσιν κι του βάλε βράσε όπερ και λέγουιν εν Ηπείρω, όταν θέλουν να δηλώσουν ότι εγένετο φαύλη ανάμιξης, οία όταν βγάζει και βράζη χόρτα. ( Παρομοιο: ...
  • Έγινε τούβλο στο μεθύσι 

    Κουκουλές, Φαίδων (1924)
  • Έγινεν άκαπνος 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Έγινεν=έφυγε
  • Έκαμα το μάτι μου γαρίδα να σε δω 

    Κουκουλές, Φαίδων (1920)
    Επιθύμησα πολύ να σε δω
  • Έκαμε καμίνι 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Ερμηνεία: Επί παιδίου αποφεύγοντος να μεταβή εις το σχολείον. Η φράσις σχετίζεται με το μεσαιωνικόν λατινικόν Caminus και το ιταλικόν camino = δρόμος, ως δεικνύει και το συνώνυμον εν τη Δυτ. Κρήτη καμίναρε (caminare)
  • Έκαμε παννιά 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Ώχετο απιών
  • Έκαμε τη μύξα του νεύρο 

    Κουκουλές, Φαίδων (1948)
    Όταν τις εις δυσχερεστάτην θέσιν ελθών, καταβάλλη υστάτην προσπάθειαν
  • Έκανε κοφινίδα 

    Κουκουλές, Φαίδων (1927)
    Δια μαθητών του σχολείου, έφυγε κρυφά ή δεν πήγε. Αναχωρήσας δηλαδή ίνα μεταβή εις το σχολείον, απεκρύβη και παρέμεινεν εντός του μεγάλου εν τη οικία κοφίνου, της κοφινίδας