Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11-20 από 31
Έχει γλώσσα αδράπανη
(1926)
Γλώσσα που κόβει σαν δρεπάνι...
Δειξί τ' ένα δόντ' αυτνού
(1923)
Δηλαδή απείλησέ τον. Η μεταφορά εκ του σκύλου, όστις απειλών επιδεικνύει τους οδόντας
Σφίνg' τα δανdάρε σου, μή κατζέφ'!
(1951)
Σφίξε τα δόντια σου, μή μιλείς. Τόλεγαν σε κείνους πού ήταν έτοιμοι να βρίσουν κάποιον. Τους τόλεγαν γιά να τους συγκρατήσουν
Συρταρdεί τα δανdάρε του, τσαί τζο ψοφά
(1951)
Σφίγγει τα δόντια του και δεν ψοφά. Όταν κανείς δεν πέθαινε, ή όταν δεν τάβαζε κάτου εύκολα
Τούμ πουνεί του δοντάκ' γιά κήν' αυτόν
(1923)
Δηλαδή την ερωτεύεται
Του δόντ' σ' να ξύης τίπουτα δέ βρίσκ'ς
(1923)
Επί εσχάτως απορίας λέγεται η παροιμία απτη
Παπούτσι είνι από δόντια
(1927)
Ερμηνεία: Λέγεται για κείνον πού δεν έχει διόλου δόντια. Πόποιος δεν έχει το παπούτσι
Τράς τα δόντια σάν ναν αντστύλ' απού λόντζα!
(1925)
Παροιμιώδης φράσις, πού τή λένε στήν Αμπρακιά, άμα βλέπουν έναν με πολύ αριά δόντια, γιατί βγήκαν ανάμεσα κάμποσα
Κόνεσ' τα δανdάρε σου!
(1951)
Ακόνισε τα δόντια σου. Ειρωνικά, σε κείνους πού ετοιμάζονται μάταια να πάρουν κάτι