Αναζήτηση
Αποτελέσματα 31-40 από 6220
Έχει δόντ'
(1920)
Είναι ωπλισμένος με δύναμιν
Πονεί τα δόντια του
(1876)
Έχει αδυναμίαν, κλίσιν, έρωτα...
Τάχει τα δόντια ξουράφι
(1927)
Ερμηνεία: λέγεται γιά κείνον πού έχει όλα τα δόντια του γερά...
Έχει δόντια=Il a dn sang sons les onyles
Επί ισχυρών
Όγοιος βγάζει δόντια, έχει γρίνα
(1892)
Ερμηνεία: Περί του υλικώς πάσχοντος
Αυτός 'έν έχει να ξύση τα δόντια του
(1941)
Λέγεται διά τον τελείως άπορον. Οι αρχαίοι έλεγον: Γυμνός ης εκ μήτρας και γυμνότερος παττάλου
Παπούτσι είνι από δόντια
(1927)
Ερμηνεία: Λέγεται για κείνον πού δεν έχει διόλου δόντια. Πόποιος δεν έχει το παπούτσι...
Έχει πονόδοντο
(1920)
Έρωτα