Αναζήτηση
Αποτελέσματα 31-40 από 3544
Βγάν' τ΄ν αράδα τ' καθένας
(1922)
Καθένας κλεί τ΄ν αραδούλα
(1922)
Ερμηνεία: Παρέρχεται αεθνήστην με τη σειρά
Ρώτ'σουν του διάολου, που μπουρεί να τουν βρουν, κι τς είπι, ή στου φύλλου τς λεύκας ή στου καϋμάφ΄τ΄παπά
(1923)
Ερμηνεία: Λέγεται δια το ότι πιστεύοντας ότι οι ιερείς είναι περισσότερον δύστροποι και ελαττωματικοί των λαϊκών
Δώκαν dο νομάτη τσ' είπεν dι: βάϊ, τη ράση μου!
(1951)
Χτύπησαν κάποιον κι είπε: ωχ, τη ράχη μου! Για τους δειλούς και μικρόψυχους που δέχονται αδιαμαρτύρητα ό,τι κι αν τους κάνουν οι άλλοι. Λεβ. 27
Σ του Βαρασού το χώμα τσολμέκι τζο βγαίνει τσαί να βγει, 'α τσακωθεί
(1951)
Από του Βαρασού το χώμα σταμνί δε βγαίνει και να βγει, τα τσακιστεί. Οι Φαρασιώτες που ξεκίνησαν να φτιάσουν κάτι στη ζωή τους, δεν το κατάφεραν
Ο κόσμος βίτεψεν gως, μεις μο του 'α ειπούμ' dι “τσούς” στήκνεται;
(1951)
Ο κόσμος πέταξε κώλο (πήρε τον κατήφορο), μεις με το να του πούμε “τσους” (όπως στα γαϊδούρια) στέκεται;. Τόλεγαν σε κείνους, που όλο γκρίνιαζαν πως η νέα πλάση πήρε κακό δρόμο
Κάτσες σον gόφα μου, να μάδεις τα γένε μου
(1951)
Έκατσες στον κόρφο μου, να μαδάς τα γένεια μου
Ο κορνουκσούζης ποίτσε α υιός 'α νdα 'γαπήσει dέϊ έβgαλεν dα 'ρτσίδε του
(1951)
Κορνουκσούζης = ταμαχιάρης, λαίμαργος
Όποιους πήϊ αθάϋρα, γυρ'σι (σπίτι του δηλ.) κι' όποιους πήι κουφτού δε γύρ'σι
(1922)
Δηλαδή εχάθη επί τον όρους εκ τις κακοκαιρίας. Σημ. άναϋρα=ανάγυρα, από το πλάγι του βουνού, το αντίθι κουφτά κατ' ευθείαν εις των κορυφογραμμών. Εις την οροσειράν της Οξυάς γενομένης ομιλίας περί της πορείας επί του όρους ...