Αναζήτηση
Αποτελέσματα 21-30 από 5170
Αλαλα π' άλαλα
Άρρητ' αρρήτων. Άλαλους -η-ον, βωβός αμίλητος, άρρητος
Αρχοντιές και λίμπες άδειες
(1903)
Ερμηνεία : Επί πτωχών προσποιουμένων ευγένειαν και πλούτου
Μάχαιρα δώσης μάχαιρα λάβης
Οι λάβοντες μάχαιραν, ει μάχαιρα αποθανούντων