Αναζήτηση
Αποτελέσματα 21-30 από 4089
Κάτσες σον gόφα μου, να μάδεις τα γένε μου
(1951)
Έκατσες στον κόρφο μου, να μαδάς τα γένεια μου
Ο κορνουκσούζης ποίτσε α υιός 'α νdα 'γαπήσει dέϊ έβgαλεν dα 'ρτσίδε του
(1951)
Κορνουκσούζης = ταμαχιάρης, λαίμαργος
Τον ατζίγγανο το gάναν βασιλέ, Άμα 'δε τα ξύλα, είπε: - Για 'δε ξύλα για κάρβνα
(1940)
Ατζίγγανο = ή τον καρ'νοκαύτ'
Ένα καί στόν αγκαθό καμένο
(1958)
Ο αγκαθός = γωνιά ψωμί, αγκωνή. Σάν τό ψωμί, πού καίεται στήν αγκωνή του. Μιά γυναίκα έψησε, έκανε 9-10 ψωμιά. Μιά γειτόνισσα έρριξε 1 δικό της ψωμί στό φούρνο. Εκείνη μέ τά 10 τά 'βγαλε εν τάξει. Εκείνη μέ τό 1 είπε: “Ένα καί στόν αγκαθό καμένο...