Αναζήτηση
Αποτελέσματα 80221-80230 από 81691
Σπιτωμένος, αφεντάτσος.
(1952)
Όποιος έχει σπίτι δικό του, είναι μεγάλος αφέντης.
Σφίγγω
(1963)
Βλ. ελιά 2.
Η σφήνα βγάζει μάτι
(1918)
Σπίτ' μου σπιτίτσ' μου τραχανιάς μυρίζ'.
(1918)
Αρκούμαι στο σπιτάκι μου κι ας είναι φτωχό.
Μ' έσφιξε το φέσι
(1919)
Έστενοχωρήθην επειδή δρώσα υπ' ανάγκης μέσφιξε το φέσι βραχέν.
Παγαίν' σαν σφεντόνα
(1929)
Τρέχει ως σφενδόνη