Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3191-3195 από 3195
Τάνιν τζό σό σπίτι του να πει, πααίνει μό τό κούρκι να σέσει
(1951)
Ξινόγαλο δεν έχει στο σπίτι του να πιει, πάει με τη γούνα να χέσει. Ενώ είναι θεόφτωχος, καμώνεται τον άρχοντα. Κούρκι ήταν η γούνα που φορούσαν οι αγάδες κι οι μπέηδες. Λεβ. 165
Είδα του μαλλιαρόκουλου!
Η παροιμία προήλθεν εκ τούτου: ήταν μια βουλά ένα πιδί κανιά κουσιαριά χρουνών πόκανι τουμ παλ'καρά. Άμα πάϊνι στου μύλου ν' αλέσ' κι ήβρισης πουλλά αλέσματα τς παραράδιζε οθλνινούς. Κι στου κουφίν να ήταν τ' άλισμα τν ...
Κόμ' ο δϊέβος μακρυναίνει το ράμμαν dου, σωστού νdα φέρει σην όχτην bάνου. Σαμ α νdα φέρει σην όχτην bάνου, α κόψει το ράμμα 'πό μακρά, α πέσει ση λίμbλη
(1951)
Και ο διάβολος μακραίνει το σκοινί του, ώσπου να το φέρει στην όχτη απάνου. Όταν το φέρει στην όχτη απάνου, θα κόψει το σκοινί από μακριά, (και ο άνθρωπος) θα πέσει στη λίμνη
Τφού κι απ' αρχής
(1923)
Η παροιμία προήλθεν εκ τούτου: Μια βουλά ένας είχι πάει για καζάντ'. Πήι κάμποσα χρόνια κι γύρσι πίσου. Ίφιρνι ίσιαμι πέντι χ'λιάδες. Καθώς γύρζι κι πάϊνι στου χουριό τ', έφτασι σ' ένα χάν'. Ικεί στάθηι για να κ'μηθή του ...
Ζεστή κι πιταχτή κι καρπό απού κώλου τρώει κι πάει στη δλειά τ'
(1925)
Μια βουλά ένας είχε ένα συνοικέσιον μη μήνια. Κίν'σι κι πήι στν αρριβουνιαστκιά τ' νια μέρα κι τν εύρι μοναχή τς. Νι ρώτσι, πού είν' ου πατέρας τσ. Είχαμι νια στράτα σ' ένα χουράφ', πάει να νι φράξ' να τ' φκειάσ' δύου (δηλ. ...