Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3411-3420 από 3548
Σον dαρόν gορά 'α νdα βρισ', σον dαρόν gορά 'α φιλήσ' το σέρι του
(1951)
Ερμηνεία: Στους ανθρώπους συμπεριφερόμαστε ανάλογα με την ώρα και με τις περιστάσεις
Το καόν dο πρόβατο 'ς τη σουρούν dου τζο χωρίζουν dα
(1951)
Το καλό το πρόβατο από το κοπάδι του δεν το χωρίζουν
Αδά η Τζισάρα κάη τσαί σένα ο ψύος τζο δάκνει σε;
(1951)
Ερμηνεία: Σε άνθρωπο που δεν ανησυχεί απ' ότι και να γίνεται γύρω του
Σ τον gόσμο πήρα το χαβασιλϊέχι μου, για, ισάνι είμαι, πάλι ομdϊέζω
(1951)
Από τον κόσμο πήρα τις χαρές μου, όμως, άνθρωπος είμαι, πάλι θέλω. Ο άνθρωπος, όσο κι αν γλεντήσει, όσο κι άν χαρεί τον κόσμο, ποτέ δε χορταίνει. Τόλεγαν οι γέροι
Ο Χριστός σο λύκον είπε dα: “Σήκω να φας τον αυτέντη σου”
(1951)
Ο Χριστός είπε στο λύκο: Σήκω να φας τον αφέντη σου
Τσίπ να υπάμε ση στρώση μας τσ' ο λύκος σο τρυπίν dου
(1951)
Όλοι να πάμε στα κρεβάτια μας κι ο λύκος στην τρύπα του
Καλές είν' κ' οι Λιβαθηνιές, μα 'χουν κακό ζακόνι, π' ο ήλιος ρίχνει στό χωριό κ' εκειές κοιμώντ' ακόμη
(1952)
Ζακόνι = συνήθειο (σλαυ)
Ρώτησαν dο μερμήντζι. Το κοτσί του κουβαλαίν' ατσομbοίο βαρύ ένι; Τσ' είπεν dι: Μο το 'μον do ζυ' έν' εβδομηνdαπέντε λίτρε
(1951)
Ρώτησαν το μυρμήγγι: Ο σπόρος που κουβαλείς πόσο βαρύς είναι; Κι' είπε: Με το δικό μου το ζύγι είναι εβδομηνταπέντε λίτρες.
Το τσουφάλ' σου εν bεγάϊδι, τα ποράδε σου λίbλη, ό,τ' 'υρέφ ποιτσε
(1951)
Το κεφάλι σου είναι βρύση, τα ποδάρια σου λίμνη, ό,τι θέλεις κάμε