Αναζήτηση
Αποτελέσματα 191-200 από 210
Ο λωλός έρχεται και στα σέστα dου, μα ο ζαβός δεν έρχεται
(1963)
Σέστα dου = λογικά του...
Ερμηνεία: Δηλαδή είναι μόνιμη κατάσταση η κουταμάρα, ενώ η τρέλλα έχει και διαλείμματα και συνεπώς είναι προτιμότερη...
Ερμηνεία: Δηλαδή είναι μόνιμη κατάσταση η κουταμάρα, ενώ η τρέλλα έχει και διαλείμματα και συνεπώς είναι προτιμότερη...
Κάμω δε gαμω, λέσι μου, μη gάμω ω κι' ας λέσι (ή πούσι)
(1963)
Είναι στίχοι από δίστιχα...
Λέγονται συμβουλετικώς σε κάποιο, που αδιαφορεί για την κοινή γνώμη ή που δυσανασχετεί, επειδή αδίκως έχει δυσφημισθή...
Δηλαδή πρέπει ο άνθρωπος α φροντίζη να είναι εν τάξει με τη συνειδησή του...
Λέσι = Λέγουν...
Πούσι = Είπαν...
Λέγονται συμβουλετικώς σε κάποιο, που αδιαφορεί για την κοινή γνώμη ή που δυσανασχετεί, επειδή αδίκως έχει δυσφημισθή...
Δηλαδή πρέπει ο άνθρωπος α φροντίζη να είναι εν τάξει με τη συνειδησή του...
Λέσι = Λέγουν...
Πούσι = Είπαν...
Ότι να παdρευτή κανείς δε bρέπει να γλεdίζη, μόνου σακκί στο νώμο dου και να πορτοϋρίζη, ναχη σακκί στο νώμο dου φαιά νανεμαζώνη, που θα ταΐζη τα παιδιά, 'ια να τα μεγαλώνη
(1963)
Δηλαδή ο γάμος έχει βάρη...
Γλεdίζη = διασκεδάζη, πορτοϋρίζη = να γυρίζει τις πόρτες, τα σπίτια, να ζητά βοήθεια...
Γλεdίζη = διασκεδάζη, πορτοϋρίζη = να γυρίζει τις πόρτες, τα σπίτια, να ζητά βοήθεια...
Λέει – Βρε, πο' 'πέθανεν η μάνα σ' α' τη bείνα! Λέει – Βρε, και μα είχε gαι δεν ήτρωε;
(1963)
Λέγεται, όταν μέμφονται κάποιον για κάτι, που δεν έχει την δυνατότητα να το κάμη...
Θέλω τη ναναι κι όμορφη, θέλω τη νάχη κιόλα, και να gι από ψηλή 'ενιά κι από μεγάλη πόρτα
(1963)
Δηλαδή για άνθρωπο, που έχει πολλές αξιώσεις και γι αυτό δυσκολεύεται να παντρευτή...
Λέγεται με κάποια δυσφορία, ειρωνεία...
'Ενιά = γενιά, οικογένεια...
Λέγεται με κάποια δυσφορία, ειρωνεία...
'Ενιά = γενιά, οικογένεια...
Σά bέσ' η σπλήνα στό μαdρί, αλίς του πόχει τόνα
(1963)
Λέγεται γιά νά χαρακτηρίση τόν κίνδυνο, πού απειλεί εκείνον, πού έχει ένα μόνο παιδί, ένα μόνο αδέλφι, κ.τ.λ....
Άλλοι λαχταρού dα 'ένεια κι' άλλοι κόβγου ρίχτου dα
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος σπαταλά πράγματα που άλλοι τα στερούνται, π.χ. Μωρή μα τα ωραία σύκα 'φτά ρίχτετε του χοίρου; Άλλοι λαχταρού... Υπάρχει άθρωπος που δεν έχει ένα στόμα dό 'φέτι βαλημένο...
Χαρά στο νιο τον άγρυπνο, το 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή, όταν ο νέος και στο κρεβάτι ακόμα ανησυχή για τη δουλειά του, εξασφαλίζει καλά γεράματα, κι' όταν πάλι ο γέρος κοιμάται, σημαίνει ότι δεν έχει έννοιες, ζει καλά...
Ο Θεός κατά τα ρούχα μοιράζει και το κρύο
(1963)
Δηλαδή: Ο Θεός τα ισοζυγίζει όλα. Π.χ. -Εμείς δεν έχομε bολλά φαιά, μα σαν ο Θεός κι' ειμεσταν ανούφαοι. Λέει -Μα δεν έχει ακουστά, πως ο Θεός κατά τα ρούχα μοιράζει και το κρύο...
Ό,τ' σουλατσαρήση κανείς, το παθαίνει
(1963)
Αναγορεύω=υπενθυμίζω όλη την ώρα ένα καλό που έκαμα, διατυμπανίζω. Σουλατσαρήση=κοροϊδέψη...
Π.χ. “Ενεόρεβγέ με πως είχα το κουτσό bαιδί, μα είδες όμως; Ετιμώρησέ dην ο Θεός! Δυό έχει τώρα κουτσά. Αληθινό είν' εκείνο bου λέει, πως, ό,τ' ανεορέψη...”...
Π.χ. “Ενεόρεβγέ με πως είχα το κουτσό bαιδί, μα είδες όμως; Ετιμώρησέ dην ο Θεός! Δυό έχει τώρα κουτσά. Αληθινό είν' εκείνο bου λέει, πως, ό,τ' ανεορέψη...”...