Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3981-3990 από 4029
Αφρίτης έγεινε
(1890)
Ερμηνεία: Η φράσις αυτή λέγεται διά τους οξύθυμους καθ' ήν ώραν ευρισκόμενοι εις έριδα εξάπτονται και μαίνονται υπό του θυμού “αφρίτης έγεινε” ήτοι έφριξεν εμάνη υπό του θυμού. Εκ πρώτης όψεως παραβάλλει τη την λέξιν αφρίτης ...
Δε θωρεί η στραβή αγελάδα των αλετρέν τση, μόνον θωρεί τσ' αλληνής
(1920)
Αλετρέ και αλετριά = του αρότρου το σχίσιμον της γης ή ολκός
Έχει κι' αγάπη 'νιούς ριαλιού (νόμισμασ) κι έχει και δυό 'ς τό 'ριάλι
(1920)
Ριάλι= νόμισμα τουρκικόν. Άλλως γρόσι
Η λευτεριά βασίλειο καί η σκλαβιά καδένα καί διάλεξε, παιδάκι μου, από τά δύο ένα
(1920)
Καδένα = άλυσσος (δεσμά, ζυγός)
Άρπαξεν απ' άρπαξεν σουβλί σουβλί σουβλόρρριζα
(1920)
Σουβλί = μικρόν τεμάχιον εκ σιδήρου σουβλερόν (μυτερόν), όπερ μεταχειρίζονται οι υποδηματοποιοί όταν ράπτουν υποδήματα. Εννοείται μετά του ξύλου εφ΄ ου είναι στηριγμένον. Μόνον του λέγεται σουβλόρριζα
Όσοι κρατούσι τ' άρματα θαρρούν παιγνιώταις είναι; κι όσαις βαστούν τα πέταλα κι ανυφαντούδαις είναι;
(1920)
Παιγνιώτης : σκοπευτής, πέταλα εύτασθα = τα επί του εργαλειού, ένθα υφαίνουν, εξέχοντα και συρόμενα σανίδια, φέροντα σχήμα πετάλων. Ανυφαντούδας = υφάντριαι, αίτινες υφαίνουν
Εγόγιαν του π' ανημένει σκουτελικό από τη γειτονιά και δείπν' από τη ρούγα. Ούλοι δειπνούν κι αποδειπνούν κ' εκείνος ανημένει
(1920)
Σκουτελικό = πιάτο (τρυβλίον), φαγητόν, (λέξ. ιταλ. εκ του σκουτέλι)