Αναζήτηση
Αποτελέσματα 51-60 από 2150
Χαρά στο νιο τον άγρυπνο, το 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή, όταν ο νέος και στο κρεβάτι ακόμα ανησυχή για τη δουλειά του, εξασφαλίζει καλά γεράματα, κι' όταν πάλι ο γέρος κοιμάται, σημαίνει ότι δεν έχει έννοιες, ζει καλά
Χαρά στο νιο που ξαγρυπνά, το 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή, όταν ο νέος και στο κρεβάτι ακόμα ανησυχή για τη δουλειά του, εξασφαλίζει καλά γεράματα, κι' όταν πάλι ο γέρος κοιμάται, σημαίνει ότι δεν έχει έννοιες, ζει καλά
Τσι 'έροdες μη τζ' αρωτάτε, 'ιατί θέσι φαΐ
(1963)
Δηλαδή, οι γέροντες έχουν ανάγκη καλής τροφής
Ο θεός να σε φυλάη απού το ΄έρο το γρινιάρη κι ΄απού το βοριά το συβροχιάρη
(1963)
Δηλαδή και ο γκρινιάρης γέρος και ο βοριάς ο βροχερός είναι εκνευριστικοί
Το κάλλιο κάλλιο είναι
(1963)
Δηλαδή δεν αμφισβητείται ότι το καλό είναι καλό
Το λϊο κάνουνε πολύ και το μικρό μεγάλο
(1963)
Δηλαδή πάντοτε τα πράγματα, τα γεγονότα υπεβάλλονται
Τέθοιες κεφαλές τέθοια θένε
(1963)
Λέγεται σε άνθρωπο, που έπαθε κάτι, ενώ θα μπορούσε να το αποφύγη, αν ήτανε περισσότερο προσεκτικός
Ν' ανεμένης α' τη bείνα μερέdι
(1963)
Λέγεται, όταν ζητά κανείς την ενίσχυση ενός περισσότερο στερημένου από αυτον
Κάποιος ήσφαζε dη νύχτα τσι εροdόβουδοι (1) και την ημέρα 'δούλια (2) dα δαμάλια
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος προσποιείται τον άπραγο, τον αγνό, το φοβιτσιάρη, ενώ είναι το αντίθετον...
1)= γέρικα βόδια, μεγάλα επομένως, 2)=φοβότανε...
Π.χ. “Τη bαραγνωστικιά (3) κάνει κι' ευτή. - Ναίσκε, μάθια μου. Όχι εδά ψόματα 'ν' οι ιστορίες, πούτονε, λέει, κανένας κι' ήσφαζε dη νύχτα τσι εροdόβουδοι κι' εκαμώνουdα dην ημέρα πως εδούλια dα δαμάλια. Καμμιά ιστορία παλαιά δεν είναι ψόματα. Όλη...
1)= γέρικα βόδια, μεγάλα επομένως, 2)=φοβότανε...
Π.χ. “Τη bαραγνωστικιά (3) κάνει κι' ευτή. - Ναίσκε, μάθια μου. Όχι εδά ψόματα 'ν' οι ιστορίες, πούτονε, λέει, κανένας κι' ήσφαζε dη νύχτα τσι εροdόβουδοι κι' εκαμώνουdα dην ημέρα πως εδούλια dα δαμάλια. Καμμιά ιστορία παλαιά δεν είναι ψόματα. Όλη...
Όχι εδά ψόματα ΄ναι πως ήβαλεν η ΄υναίκα το διάολο μες στο bοκάλι
(1963)
Ήτονε, λε, ένας ψαράς κι εψάρευγεν ένα διάστεμα και δεν ήπιανε ψάρια καθόλου. Μιαν ημέρα, λε΄, ήσυρε dο δίχτυ κι΄ ήτονε μέσα ΄να bοκάλι. Λέει, χμ ! Ψάρια ΄φτα ! Τέλος πάdω πιάνει και ξεβουλώνει το bοκάλι και πεθιέτ΄ όξω ...