Πλοήγηση ανά Λήμμα "βάφω"
Αποτελέσματα 1-17 από 17
-
Αυτός δεν βάφει κουκούλια
(1876) -
Δεν βάφει κουκούλια
(1876) -
Δεν το βάφω
(1892)Ερμηνεία: Επειδή εις ένδειξιν πένθους βάφουν μαύρα τα φέσια εκ μεταφ. φέρ. ή φ. εις, δηλαδή, οτι ουδόλως θα σενοχωρηθώ ουδέ λυπούμαι δια την δείνα περίπτωσιν. Περιφρονιτικώς -
Ήβαψες εσύ την αξίνη μου; θα βάψω κι' εω το νι νι σου
(1963)Αντιστοιχεί προς το “Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος” -
Τα βάφ'ς, παπαρούνα, τα κόκκινα; -Τα βάφου, (απήντησεν η παπαρούνα) -Τα βάφ' ακόμα
(1927)Τα βάφ' ακόμα=καίτοι παρήλθε τόσος χρόνος δεν έβαψε τίποτε -
Τα βάφει, μονώ φαίνονται
(1876)