Πλοήγηση ανά Λήμμα "βάλλω"
Αποτελέσματα 1-20 από 110
-
Αν δεν βάλης, δεν εβγάλλεις
(1876) -
Ας πκιάση το τζεί να βάλει δα
(1940)Ένας ενώ επροπλήρωσε μιαν οκάν σαπούνι, ηναγκάσθη να πληρώση εκ δευτέρου επειδή ο μπακάλης απήτει ισχυριζόμενος ότι δεν επληρώθη. Ο αγοραστής βαρέως φέρων την αδικίαν αυτήν όταν την επομένην ηγόρασε κάτι ισχυρίσθη ότι ... -
Βάζου στην απάν' μιργιά
(1923)Εις την αγκωνή της εστίας. Αλλά λέγεται ειρωνικώς. Π.χ. τα περιποιείται τα πιδιά τ' – Καλά και! Θα τον βάλνει στην απάν' μιργιά = εις την αγκωνήν της εστίας. Αλλά λέγεται ειρωνικώς διότι συνήθως τα τέκνα ασεβούν και δεν ... -
Βάλ' αλεύρι, κάμε πίττα
(1939) -
Βάλ' αυγά κι βούτ'ρου κι φκιάσ' ακουνουζούμ'
(1939)Επί εκείνων που εξοδεύουν πράγμα αξιόλοογον εις εργασίαν ελαχίστης αξίας -
Βάλ' να βγάλης
Προς προαγωγών κέρδους απαιτείται πλην της εργασίας και κεφάλαιον, προβλ. “ο μη κατέθου μη λάμβανε” -
Βάλ' τα να τα ματαπάρ'ς
(1939)Επί κακοπληρωτών. Αυτή η παροιμία εμορφώθη εκ τινός δανειστού, ο οποίος δανείζων εις κάποιον ελάμβανε μέχρι τινός τα χρήματα τακτικώς και εμπορευόμενος αυτόν ούτε με τας χείρας του ελάμβανεν αυτά ούτε ηρίθμει παρόντος ... -
Βάλε αλεύρι ε στη σάφη γκαι πολλούς σταυρούς μην γκάμνης
(1932)Για εκείνους που περιμένουν πάντα τη θεία βοήθεια