Πλοήγηση ανά Λήμμα "βάλλω"
Αποτελέσματα 75-94 από 110
-
Καλουπάκι θα μου βάλη;
(1876) -
Κόρφος που μπάση, θα βάλη
(1952)Μπαίνη αέρας μέσα σ' έναν κόλπο, θα φυσήση έπειτα κι' αντίθετα, προς τ' ανοιχτά -
(Μ' σ' ή τ') όβαλε στ' αρξαύτι
(1928) -
Όπου δεν έβαλες μην απλώνης!
(1910) -
Σ σό σέριμ μ' ντ έβαλες και τ σόμ πρόσωπό μ ντ άλειφες
(1896)Ερμηνεία: επί του αδίκως αιτούντος τι -
Σαν πέρα δίπλα βάλτι τουν δεν ξέρου τι μη βρίσκει
(1925)Η παροιμία προήλθεν εκ τούτου: Υπάρχει συνήθεια τον νεκρόν ιερέα να τον θάπτουν θρονιασμένον δηλ καθήμενον επί θρόνου. Η παπαδιά δεν επιτρέπεται να έλθει εις δεύτερον γάμον τότε. Λοιπόν: ρώτησαν νια βουλιά νια παπαδιά π' ... -
Σήκωσ' τον Αλή και βάλ' τον χούσον
(1906) -
Στα φτά σου νμίζεισ και τού το βάλανε
(1930)Επί ανθρώπων δεικνυόντων αδυναμίαν εις ωρισμένον είδος φαγητού ή ενδύματος -
Στη σκάζα (;) θα σε βάλουν;
(1876)