Browsing by Lemma "βάγια"
Now showing items 1-16 of 16
-
Βάγια Βάγια τω Βαγιώ, τρώνε ψάρια και κολιό, ως τεν άλλη Κυριατσή του μαμά κι του τσιτσί
(1940)Μαμά = ψωμί, τσιτσί = πασχαλινό κρέας -
(Ε)πήρε βάγια
(1889)Ερμηνεία: Επί των διαφθειρομένων κρεάτων, ιχθύων κλπ. και επί των μωραννομένων ανθρώπων -
(Ε)πήρε βάγια
Ερμηνεία: Επί των διαφθειρομένων κρεάτων, ιχθύων κλπ. και επί των μωραννομένων ανθρώπων -
Επήρε βάγια
(1917) -
Μετά βαΐων και κλάδων
(1876) -
Πήρι βάϊα αυτός!
(1923)Δηλαδή, ερωτοπαθεί με σκοπόν γάμου (Αι νύμφαι προσφέρουν τους κλάδους των βαΐων εις τον ναόν κατά την Κυριακήν των Βαΐων. Το έθιμον το υποθέτω αρχαιότερον του Χριστού, αφού έχει να κάμη με την δάφνην (νύμφη Δάφνη). Και απ' ... -
Πήρι τα βάια τ
(1911)Επίκειται το τέλος τινός. Λέγεται επί παντός πράγματος αρχομένου να φθείρηται ως και περί ασθενών ετοιμοθανάτων -
Σα βάϊα και σα κλάδια
(1911)