• Πήρε βάγια η κουκουβάγια 

    Νεστορίδης, Κ.
    Ειρωνικώς επί αναξίων προσώπων
  • Πήρε τα βάγια 

    Τσικόπουλος, Ι.
    Ερμηνεία: Ηττήθη (ειρων.), την έπαθε
  • Πήρε τα βάγια 

    Τσικόπουλος, Ι. (1912)
    Ηττήθη
  • Πήρι βάϊα αυτός 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος
    Ιπόθαν εξ έρωτος
  • Πήρι βάϊα αυτός! 

    Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923)
    Δηλαδή, ερωτοπαθεί με σκοπόν γάμου (Αι νύμφαι προσφέρουν τους κλάδους των βαΐων εις τον ναόν κατά την Κυριακήν των Βαΐων. Το έθιμον το υποθέτω αρχαιότερον του Χριστού, αφού έχει να κάμη με την δάφνην (νύμφη Δάφνη). Και απ' ...
  • Πήρι τα βάια τ 

    Σχινάς, Ορέστης Δ. (1911)
    Επίκειται το τέλος τινός. Λέγεται επί παντός πράγματος αρχομένου να φθείρηται ως και περί ασθενών ετοιμοθανάτων
  • Σα βάϊα και σα κλάδια 

    Μελανοφρύδης, Παντελεήμον Η. (1911)
  • Τα πήρε τα βάγια 

    Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)
    Ερμηνεία: Διά τον υπό φθίσεως προσβληθέντα