Πλοήγηση ανά Συλλογέα "άγνωστος"
-
Α δεν το στίψης το κερί, το μέλι δεν το βγάνει
άγνωστος (1918) -
Άνθρωπος, που δεν έχει ένα σπίτι για να καλιάζη, δεν είναι άνθρωπος
άγνωστος (1918) -
Αμπέλι στη μέση και σπίτι στην άκρη
άγνωστος (1918) -
Αμπέλι φυτεμένο, σπίτι χτισμένο και χήρα γυναίκα.
άγνωστος (1918) -
Αν δεν τρέξη θα σταλάξη.
άγνωστος (1918) -
Ανάθεμά σε σπούδα, και που σε πιθυμάει.
άγνωστος (1918) -
Απάν ς σιφτεάρ κι στέκ'.
άγνωστος (1920) -
Από σπόντα.
άγνωστος (1923) -
Αυτό του ναι κ' υγάδι και στημόνι.
άγνωστος (1919)Κυριολεκτείται επί μονογενών εφών στηρίζουν οι γονείς όλας των τας ελπίδας. -
Αχ, σπίτι μου, σπιτάκι μου και πορδοκαλυβάκι μου
άγνωστος (1918)Να πάω στο σπιτάκι μου και να φάω τσουκνίδες ανάλατες. Από παραμύθι Καλαβρυτινό. -
αχάλαγο σπίτι (ήταν αυτή η γυναίκα/.Τίποτα δεν καταλαβαίνει).
άγνωστος (1918)Από ευτράπελον διήγησην. Το μη είχον επικοινωνίαν με ξένους, μη δεχόμενον πολλούς ανθρώπους. Σιχνά λέγεται επί ανθρώπου ακοινώνητου. -
Βατσουνέαν να σύρεις εις το σπίτι του, δεν κολλά.
άγνωστος (1923) -
Γίνκα στάλα
άγνωστος (1919) -
Έγινε σταφίδα
ανώνυμος; άγνωστος (1923) -
Εβασίλευψεν και στέκει.
άγνωστος (1923) -
Είναι το στοιχειό του σπιθιού.
άγνωστος (1923)