Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Μανωλακάκης, Εμμανουήλ"
-
Α δε το(ν) φάης το καρπό(ν) μην επαινέσης το(ν) καιρό
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Α δε χρωστής έμβα εγγυητής
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Α δεν πληθάνη το κακό; δε εν κοβγεται
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Α εν αστράψη ε βροντή κι α ε βροντήσ' ε βρέχει
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Τίποτε δεν γίνεται χωρίς αιτία -
Α μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλο(γ)ερέψου
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Α(β)άνισσα 'ς το 'σπίτι σου, σούρα (ν) θα να σου βγάλη
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1896)Ότι δέον να αποφεύγωμεν τους πονηρούς -
Α(β)άνισσα στο σπίτι σου για σούρα τη – σ – συνάεις - ότι δέον να αποφεύγωμεν τους συκοφάντας
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ότι δέον να αποφεύγωμεν τους συκοφάντας. Σημ. αβάνισσα- συκοφάντις, σούρα- συκοφαντία -
Α(γ)απά ο Θεός το κλέφτη ααπά και το νοικοκύρην
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ότι πικροί κ' άδικοι δεν επιτυγχάνουν πάντοτε, οι δε αγαθοί κ' δίκαιοι προστατεύονται υπό τον Θεόν -
Α(γ)απά ο Θεός το(ν) κλέφτη(ν), α(γ)απά και τον νοικοκύρην
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1896)Ότι οι άδικοι δεν επιτυγχάνουσι πάντοτε, οι δε δίκαιοι προστατεύονται υπό του Θεού -
Α(ν) δεν αστάψη δε(ν) βροντά κι α(ν) δε(ν) βροντά δεν βρέχη
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1896)Ότι ουδέν επέρχεται άνευ αιτίας -
Α(ν) δεν έχεις γέρο(ν) δος κι' αόρασε
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ότι οι γέροντη χρήσιμη η πολύ πειρα -
Α(ν) εθθυμού(ν) το τα καλά τα (β)ού(δ)ια δε τα σφάζουν
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ερμηνεία: Επί των αχαρίστων κ' αγνωμόνων -
Ά δε πονέσης γόνατα, καρδιά δε θεραπεύγεις
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1896)Ότι τα καλά διά κόπου κτώνται. -
Άγεννος ζευγάς, ρημιά 'σπιdιού
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1896) -
Άγιος που δε θαματουργεί τη δόξα τι τη θέλει;
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ομή ευεργετείν δεν κρένει να δοξάζεται