Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Μανωλακάκης, Εμμανουήλ"
-
Σαν είν' τα (Γ)έννα φωτεινά είναι τα Φώτα σκοτεινά, σαν είν τα Φώτα φωτεινά είναι τα (Γ)έννα σκοτεινά
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Σαν τα τρωες με τη μαρκούτα ε τα διαλο(γ)ιούσου(ν) τούτα
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1892)Μαρκούτα = δυσανάγνωστο -
Σατά βραμε τό(μ)πασάν να θάψουμε τη παπαδιάν
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Σατά = σαν καιτα αντί του σαν, αφού – Ο Μανωλ. Εξηγεί τώρα -
Σειού(ν)ται τ' ανώφλια σειούται και τα κατύφλια
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ερμηνεία: Επί των αδικούντων παραπονομένων εξ ίσου προς της υπ' αυτών αδικουμένης -
Σελλάτο βούιν έπαιρνε και γάαρον καμπούρην γυναίκα ψηλοκάπουλην και χοίρο μακρομούρην
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Σι(γ)ουρομπερούκλωνε, να μη καμπο(γ)υρίζης
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Εκ των απρονοήτων, παραινετική (ευχαριστουμεν) -
Σκατένιος κόμπος με τα (δ)όντια, δε λυειέται
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ότι η κακή πράξις δεν εξαλείφεται ευκόλως -
Σπανόν ποτέ να μη πουλής μή(τ)ε και ν' αοράζης αν έρτη κι εις το σπίτι σου μέσα να μη το(ν) βάλλης
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Στα καλοθέλια του (β)οσκού κι οι τρά(γ)οι βγάλλου γάλα
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Καλοθέλια = εν τη καλή θέληση -
Στή τριμήνια του πιτσιλή άλλον είχαμε στό σπίτι
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Πιτσιλής = κολασμένος, ο εν τή πίσση ών. Επί των μή πενθόντων -
Στις οκτώ θυμήθην ο κουφός
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Προς τους επιλήσμονας παρακαίρας ενθυμουμένους -
Στο κακό καιρό κι εις τον α(δ)έξιον χρόνον, ένα παρά το προύατον και δυό χ η κω(δ)ουνέα
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ερμηνεία: Ότι εν δυστυχία πάντα εις ευτελή τιμήν πωλούντε -
Στου καματερού τα πάντα ανεμιλλαώνουν οι ακαμάτες
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ανεμιλλαώνουν = αναβλαστάνουν -
Στου κουφού τη πόρταν όσο θέλεις βρόντα
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Σύντεχνε κι' αν εμιλούμε συχνογύριζε την πίτταν
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ότι προς το προκείμενον έργον συνεχής η προσοχή δέον να είναι -
Σύντεχνέ μου συντεχνέ μου στη δουλειά βοήθησέ μου στο φαΐν αλάργερέ μου
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Επί των ευεργετημένων αγνωμουσύντων -
Σύρνε με κι εγιώ να κλαίω, τράβα με και να τσουκνίζω
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ερμηνεία: Επί των προσποιουμένων ενώ θέλαν τι προσφερόμενον, κυρίως εν χορώ, εν ω ενδομύχως επιθυμείν αυτό -
Σύρτα φέρτα ψουψουρίστρα κουκκορίχτρα ξεμαυλίστρα
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Άνευ ερμηνείας λέξειν