• Δε ξαίρ' τα μάτια τ' να βγάλ' 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Γι' αυτούς που δίχως να ξαίρουν αναλαβαίνουν μια δουλειά, και δεν τα καταφέρνουν
  • Δε σε βαστάει ο κώλος σου 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Δεν τολμάς
  • Δέ δίν' το διάβολο θυμιάμα 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Γιά τους φιλαργύρους, πού δέ δίνουν την πιό παραμικρή βοήθεια
  • Δέν ένε γιά τα δόντια σ' 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Μην επιχειρής να κερδίσεις αυτό πού είναι ανώτερο από τις δυνάμεις σου
  • Δεν έχω ένδυμα γάμου 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Γι' αυτούς που ντρέπονται να παρουσιαστούν μπροστά σε άλλον είτε γιατί τον έχουν δυσαρεστήσει ή γιατί δεν έχουν τα χρειαζούμενα συστατικά
  • Δεν τρώγω άχερα, κουζούμ 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Ερμηνεία: Δεν είμαι δηλ. Ανόητος και άμυαλος
  • Δουλειές με φούντες 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Δηλαδή ένα έργο, εργόχειρο με κρόσσια. Μεταφορικά μιά δουλειά πολύπλοκη πού θέλει πολύν κόπο. Έργο επιζήμιο και δίχως μυαλό αρχινισμένο
  • Δυό καρπούζια πε κάτ' πένα κολτούκ' δε χωρούνα 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Κολτούκ = η μασχάλη. Δυό δουλιές μαζύ δύσκολα κανείς τις βγάζει πέρα
  • Δυό τζαμπάζδες πά σένα σκοινί δε χορεύνα 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Δυό έχοντας την ίδια δουλεια δεν συμφωνούν ποτέ, αλλά μαλώνουν ποιός να βγή ανώτερος από τον άλλον. Τζαμπάς λ.τ. Αυτός που περπατά στο σκοινί
  • Δώκαν δά και πήραν 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Φλυάρησαν, κακολόγησαν
  • Έβαλε το νερό στ' αβλάκ' 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Για κείνους που έχουν μια δουλειά καλή και βγάζουν το ταχτικό τους, και μένα λόγο παν καλά
  • Έβρασα πια πε σένα 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Με στεναχώρισεσ πολύ. Όταν γίνεται κανείς πολύ ενοχληιτικό και πειραχτικός που να οργίζει τον άλλον
  • Έγινα μπαρούτ' 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Όπως ανάβει το μπαρούτι, κ εγώ έγινα από θυμό μπαρούτι νανάψω. Θύμωσα υπερβολικά
  • Έγιναν μαλλιά κουβάρια 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Εμάλωσαν και φιλονίκησαν και πιάστηκαν στα χέρια, μπερδεύτηκαν με τα μαλώματα
  • Έκανε μια τρύπα στο νερό 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Για κείνον που ματαιοπονά και χαρομερά δίχως αποτέλεσμα
  • Έλα, μπαμπά, να σε δείξω της μάννας μου 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Για τους επιδειχτικούς εκείνους, που νομίζουν πως φέρνουν τίποτε καινούργιο, επιχειρώντας να διδάξουν στους πιο έμπειρούς τους πολύ γνωστά πράγματα.
  • Έπεσ' όξω 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Ερμηνεία: Έχασε, ζήμιωσε (στους υπολογισμούς ή στο εμπόριο)
  • Έρριξε πέτρα πίσ' ντου 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Ερμηνεία: Για κείνον που έφυγε και δε ξαναφάνηκε άλλη μια
  • Έσκασαμ' στα γέλια 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Για το ακράτητο και υπερβολικό γέλιο
  • Έτσ το βρήκα πε το μπαμπά μ 

    Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
    Για κείνον που ακολουθεί τα πατροπαράδοτα, για το συντηρητικό