Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Μανωλακάκης, Εμμανουήλ"
-
Που 'χει κατάρα(ν) γονική(ν) το Μαν εμπαίν' αργάτης
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1896) -
Που 'χουν τα καλά τα χάσαν κι' οι κουτρούλες τ' απολάψαν
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Παρεμφερής μαλλιά -
Που δε λου(γ)αριάζει το(ν) Μα' κακό Μάην έχει
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ερμηνεία: Επί των μη προβλεπόντων -
Που δεν ακκούει τω βονέω του σε κακή βωνιά καθίζει
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Βονέω=γονέων. Βωνιά=γωνιάν. Ευχαί γονέων κ.λ.π. -
Που δεν περτσυρίσ' αλώνι σκυάλα δε ποτάσσει
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Που κυνη(γ)α δυό λα(γ)ούς, δεν πιάνει κανένα
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1896)Ο δυό πτώκας διώκων ουδέτερον καταλαμβάνει -
Που μικροπα(ν)dρευτή και νηχατοφάη ποτέ δεν μετανοιώνει
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Συνοδεύεται από κείμενο... -
Που σηκωθή με το θυμό με τη ζημιά καϊζει
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Που σηκωθή με το θυμό, με τη ζημιά καϊζει
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1896)Επί των εξ οξυθυμίας επιζημιουμένων -
Που σηκωθή με τον θυμόν, με την ζημιάν καθίζει
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1896) -
Πού κυνη(γ)ά (δ)υό λαούς τον ένα χάνει και τον άλλο δεν πιάνει
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Πουλολόγος και ψαράς ερημιά σπιτιού
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1892) -
Πρα(γ)μαdειά καμωμένη άσπρα προσμένει
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Πρίχου πανdρευθή και πάρη τη κρε(ββ)ατοψουψουρίστρα
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ερμηνεία: Επί των υψηλοτέρων