Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Γρέζος, Τριαντάφυλλος"
-
Δέν λείπ' λαγκιόλ', λείπ' η μάννα μ' όλο τό λαγκιόλ'
Γρέζος, ΤριαντάφυλλοςΕρμηνεία: Λέγεται κατά τών λεγόντων καί πραττώντων μωρά ελέγχοντα έλλειψη υγιούς νού. -
Δεν είμαι σ΄τα βνα και απ' τα 'ρμανια
Γρέζος, ΤριαντάφυλλοςΡμάνια = δάση ή απ΄τα δέντρα. Ερμηνεία : Και εγώ ίχω γονείς -
Δεν μπορεί ακόμα να δέσ' και να λύσ' μόναχος το βρακί τ'
Γρέζος, ΤριαντάφυλλοςΠρος αλαζίνα κ' απειλουντα -
Δεν φτάν' καένας που σκοντάφτ', μον' του λεν κι τύφλα
Γρέζος, Τριαντάφυλλος (1916)Δεν αρκεί ότι έπαθε τις δυστύχημα αλλά και εμπαίζεται -
Δεν φταν' τ' σκοντάφτς, ύστερα σι λεν κ' τύφλα
Γρέζος, Τριαντάφυλλος -
Δίχως ν' αλείψης το χερ' τ' κακή, ποτές να μη περιμέν'ς να σώης δουλειά
Γρέζος, Τριαντάφυλλος -
Δό μ', κυρά μ', τον άντρα σ' και σύ κράτα τον κόπανο
Γρέζος, Τριαντάφυλλος (1915)Ερμηνεία: Λέγεται και εκείνου όστις αιτείται τι παρά τινος, όστιςέχει άμεσον ανάγκην αυτού. Η παροιμία εγεννήθη ώς εξής: Γυνή τις χήρα ηράτο τούανδρός γειτονίδος αυτής ή φίλης της, καλοφλεγομένη δε υπό τολυ πάθους απετόλμησε ... -
Δούλεψ' το καλοκαίρι, να χ΄ς το χειμώνα
Γρέζος, Τριαντάφυλλος (1915) -
Δυό σπασμένοι ανικούν ένα γερόν
Γρέζος, Τριαντάφυλλος -
Ένας άνθρωπος κί τό φκειάν' τό χωριό κί τό χαλνάει
Γρέζος, Τριαντάφυλλος