Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ."
-
Εγώ αν πεθάνω αποβραδίς, ποτές μην ξημερώση
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1941) -
Είχα το παιδάκι μου, είχα τη ζωίτσα μου έψενα τα πέντ' αβγά, έτρωγα τα τέσσερα κι' από τ' άλλο το μισό, τ' έπαθε και πέθανε;
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1944) -
Εκκλησία φτειάνουτε (άμα ελεήτε)
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1944) -
Εσύ τα φοράδια σου να φυλάξης κι εγώ τα πουλάρια μου τάχω αμπόλα
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1944)Αμπόλα = απολυμένα -
Ζεστάθηκε το νύχι του βοϊδιού
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1944)Νια χρονιά έκανε τόσος χειμώναε, που και τα βόιδα που αντέχουνε στο κρύο απολπίστηκαν και πήρανε τον κατήφορο να πάνε στο γυαλό μα στο δρόμο λέει το ένα “ρε, για σταθήτε, σάμπως ζεστάθηκε το νύχι μου ('επιασε άνοξη)” -
Η βροχή είναι αρίδα, που τρυπάει την καρδιά μας και πεινάνε τα παιδιά μας
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1944)Αυτό είναι σχετικό μάλλον με τη σταφίδα κι ακριβώς γιατί σατο Μανιάκι δεν υπάρχουν πολλές σταφίδες, υπάρχει κι ολοκληρωτική σχεδόν έλλειψη από δίστιχα παροιμίες. Εκεί είναι τα γεννήματα κυρίως που τους απασχολούν και όταν ... -
Η ομορφιά στον άντρωπο έναι μισό βασίλειο
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1944) -
Η πάστρα είναι μισή αρχοντιά
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1941) -
Η παντρειά 'ναι ηύρεμα και τα παιδιά είναι μπάχτι
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1941) -
Η πείνα μάτια δεν έχει και μάτια κάνει
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1944) -
Ήλιος, ήλιος και βροχή που παντρεύουντ' οι φτωχοί
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1944)