Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ."
-
Έδωκαν τα χέρια σου, θα βρή η ψυχή σου
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1944) -
Έκαμε κ' η ψεἰρα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1938)Για ψωροπερήφανους, νεόπλουτους ας πούμε -
Έλα, πατέρα μου, να σ΄ορμηνέψω πως γαμούν το πρώτο βράδι δίχως φως, δίχως λυχνάρι
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1955) -
Έν αβγό στον άρρωστο και δέκα στο γερόνε
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1944)Δηλαδή τι ναν τους κάμη που όσο έχει τ' αβγό προσφάϊ, έχει κι ο συμπέθερος γενιά. -
Έπιασες το βλάχο φίλο; σκύψε πάρε κι ένα ξύλο
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1938) -
Έσκασε κει που κράτηγε
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1944)Μεταφορικώς από το ασκί εχάθηκε και η τελευταία ελπίδα -
Έχει η γυναίκα φέδα, μωρή ; για ο καύκος της ;
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1944)Ο καυκός της= ο αγαπητικός της -
Έχει ο αφέντης μας αφέντη κ' η κυρά μας άλλον άντρα
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1944) -
Εγώ αν πεθάνω από βραδιού, ποτές μην ξημερώση
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1944)Εμού θανόντος ... apres moi le deluge -
Εγώ αν πεθάνω αποβραδίς, ποτές μην ξημερώση
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1941) -
Είχα το παιδάκι μου, είχα τη ζωίτσα μου έψενα τα πέντ' αβγά, έτρωγα τα τέσσερα κι' από τ' άλλο το μισό, τ' έπαθε και πέθανε;
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1944) -
Εκκλησία φτειάνουτε (άμα ελεήτε)
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1944) -
Εσύ τα φοράδια σου να φυλάξης κι εγώ τα πουλάρια μου τάχω αμπόλα
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1944)Αμπόλα = απολυμένα -
Ζεστάθηκε το νύχι του βοϊδιού
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ. (1944)Νια χρονιά έκανε τόσος χειμώναε, που και τα βόιδα που αντέχουνε στο κρύο απολπίστηκαν και πήρανε τον κατήφορο να πάνε στο γυαλό μα στο δρόμο λέει το ένα “ρε, για σταθήτε, σάμπως ζεστάθηκε το νύχι μου ('επιασε άνοξη)”