Πλοήγηση ανά Συλλογέα "Τσικόπουλος, Ι."
-
Ξέρ΄ ο θεός ΄ς βρέχει, αλλά ξέρει κι΄ ο Γιάννης και παίρνει την κάππα
Τσικόπουλος, Ι. -
Ξέρει ο Θεός και βρέχει ξέρει κι΄ ο Γιάννης και πέρν΄ την κάππα
Τσικόπουλος, Ι. (1910) -
Ξέψωμα και δίχως ρόγα και τσαρούχια 'πο τη ράχη του
Τσικόπουλος, Ι. (1910) -
Ξεύρει ο Γιάννης τ΄ έχει ΄ς τον τροβά του
Τσικόπουλος, Ι. (1910) -
Ξήλωνε και μπάλωνε, δουλειά να μή σού λείπη
Τσικόπουλος, Ι. (1910) -
Ξημερώνει και δίχως πετεινόν
Τσικόπουλος, Ι. (1910) -
Ξηροκαταπίνω
Τσικόπουλος, Ι.Εννοεί γουστερίτσες μτφρ εσωτερικός κ' αφώνος αισθάνομαι στεναχωρίαν, ή δεν με συμφέρει να εκδηλώσω -
Ξύλα κούτσουρα, δαυλιά καμένα
Τσικόπουλος, Ι. (1910) -
Ξύσ' κακοπόρεψε, την πασκαλιά αλλάζεις
Τσικόπουλος, Ι. (1910) -
Ξύσ' κακοπόρεψε, την πασχαλιά αλλάζεις
Τσικόπουλος, Ι. -
Ξύσ΄ με τα νύχια σου
Τσικόπουλος, Ι. -
Ξύσ΄ με τα νύχια σου
Τσικόπουλος, Ι. -
Ξύσου με τα νύχια σου
Τσικόπουλος, Ι. (1910) -
Ξύσου με τα νύχια σου
Τσικόπουλος, Ι. -
Ξύσου, κακοπόρευσε, την πασχαλιά αλλάζεις
Τσικόπουλος, Ι. -
Ξυέται εκεί που δεν τον τρώγει
Τσικόπουλος, Ι. (1910)