Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 5044-5063 από 5885
-
Σύλλον λούννεις, σύλλον πλύννεις, πάλε συλλιές μυρίζει
(1920)Ερμηνεία: Επί των φυσικών ελαττωμάτων -
Σύρε τζαί μεμ με κουντάς, τζ' ό,τι κάμεις κάμνω το διπλόν τζαι το τρίδιπλον
(1940)Η αραιά καλλιέργεια διά τα κουκκιά είναι μάλλον αποδοτική -
Σύρν' αβκά στον τοίχον
(1940)Από το με αυγά πετροβόλημα, ο μεν τοίχος δεν θα πάθη απολύτως τίποτε,το αυγό όμως θα σπάση διότι είναι πολύ εύθραυστον.Τοιουτοτρόπως και ο συμβουέυων ισχυρογνώμονα ματαιοπονεί,ζημιούται σε ο ασθενέστερος όταν επιτίθεται ... -
Σύρνει τηζ ζώστραν του για καβκάν
(1940) -
Σύρνει τομ που τημ μούττην
(1930) -
Συγγενής, δικός τζαι φίλος, εν η πούγκα του πλασμάτου, τζαι παρηορκά ως την ώραν του θανάτου
(1940)Επειδλη η λέξις δικός που σημαίνει συγγενήν παρέλκει ο δεύτερος δε στίχος χωλαίνει νομίζομεν ότι η παροιμία προήλθε από κακήν διατύπωσιν της ακολούθου -
Συνάφερε όνομα, τζαι δε κορμίν
(1940)Πιστεύεται ότι αν αναφέρομεν κάποιον αυτός πταρνίζεται ή έρχεται τυχαίως, ότε λέγουσιν “εν εμ παστάρτος” -
Συναχθήτε νούσιμοι να φάτε τα τζουμιά τωμ πελλών
(1940)Δι' όσους δαπανώσι χωρίς μέτρον εκ ματαιοδοξίας -
(Συνέβαλε ο ένας, συνέβαλε ο άλλος) έκαμαν τον όρη τζαι νουνά μετά μου
(1930)Συνεβάλλω = προτρέπω, εξωθώ, εξεριθίζω -
Συννεφκιασμένος ουρανός τζι' αρκίνησεν να βρέσσιει τζι' ο ξιπετσισμένος κουρκουτάς τον άλλον κατατρέσσιει
(1954)Κουρκουτάς = είδος μεγάλης σαύρας -
Συντυχαίνω. Απόν εσύντυχεν, επέθανεν
(1924)Ο μη υποστηρίζων δια του λόγου το δίκαιον του ή όστις συκοφαντούμενος δεν αμύνει εαυτόν, ζημιούται σφόδρα. -
Συντυχχάνει με βούκκους γεμάτους
(1940) -
Συντυχχάνει με βούκκους μεγάλους
(1940)Ο καυχησιολογών δια να κάμη εντύπωσιν ομιλεί στομφωδώς ως να είχε το στόμα γεμάτο -
Σφογγάτε τα σειλούδκια σας, τ' άι Φιλίππου δκιάβη
(1940)Η παροιμία λέγεται συνήθως κατά τον Νοέμβριον αλλά και κατά τας άλλας ακόμη ημέρας επ΄αφορμή όμως αρραβώνων, προς όσους δεν ηρραβωνίσθησαν μέχρι της εορτής του αγίου Φιλίππου, διότι μετ΄αυτήν είναι αδύνατον να επιτραπή ...