Πλοήγηση ανά Λήμμα "δανείζομαι"
Αποτελέσματα 6-25 από 26
-
Δανείζου, καλοπκιόρωννε, τζ' αι πάλε στράφου τζ' έπαιρνε
(1948)Ερμηνεία : Να εξοφλάς τις υποχρεώσεις και τότε θα σου παρέχουνται νέες -
Δανειζόμουν κι έτρωγα θάργεια Θιός μου τάδινε. Σαν μου τα γυρεύανε, εκαθόμουν κι' έκλαιγα
Λέγεται εις κατάκρισιν και ειρωνίαν των δυσαρεστουμένων επί τη απαιτήσει του καθυστερουμένου δανείου -
Δανειζόμουν κι έτρωγα θάρεια θεός μου τά δινε, σα μου τα γυρεύανε εκαθόμουν κι έκλαιγα
(1889)Ερμηνεία: Επί των ασυλλογίστως δαπανώντων τα δανειζόμενα -
Εδανειζόμουνα κ' ελυγιζόμουνα, μα 'ρτ' η ώρα να πλερώσω, κ' εβουρλιζόμουνα
(1952)λυγίζομαι = καμαρώνω, βουρλίζομαι = τρελαίνομαι από στενοχώρια -
Πού άδρωποσ στενοπερίσσευτον ππαράες μεδ δανειστής
(1948)Απ' άνθρωπο στενοπερίσσευτο λεφτά μη δανειστής -
Πού άδρωποσ στενοπερίσσευτον ππαράες μεδ δανειστής
(1931)Απ' άνθρωπο στενοπερίσσευτο λεφτά μη δανειστής